καρχαρόδους: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρχαρόδους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ό Καρχαρόδους</i><br />κωμικό επίθ. του Κλέωνος στον <b>Αριστοφ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρχαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]]), [[πρβλ]]. <i>αραι</i>-<i>όδους</i>, <i>κρατερ</i>-<i>όδους</i>].
|mltxt=[[καρχαρόδους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ό Καρχαρόδους</i><br />κωμικό επίθ. του Κλέωνος στον <b>Αριστοφ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρχαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]]), [[πρβλ]]. [[αραιόδους]], [[κρατερόδους]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχᾰρόδους Medium diacritics: καρχαρόδους Low diacritics: καρχαρόδους Capitals: ΚΑΡΧΑΡΟΔΟΥΣ
Transliteration A: karcharódous Transliteration B: karcharodous Transliteration C: karcharodous Beta Code: karxaro/dous

English (LSJ)

ὁ, ἡ (neut. A -όδουν Plot.6.7.9), gen. -όδοντος, with saw-like teeth, καρχαρόδοντε δύω κύνε Il.10.360; κυνῶν ὕπο κ. 13.198; ἅρπην κ. Hes.Th.180; applied to Cleon, Ar.Eq.1017, V.1031; καρχαρόδοντα… ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς Arist.HA501a18; opp. Χαυλιόδους, Id.PA661b19; of the lobster's claws, Id.HA526a19.

German (Pape)

[Seite 1332] οντος, scharfzahnig, mit scharfen, spitzen Zähnen; κύνες Il. 10, 360. 13, 198; ἅρπη Hes. Th. 180; καρχαρόδουν ζῷον Arist. part. an. 3, 1, wo es ὀξεῖς καὶ ἐπαλλάττοντας ὀδόντας ἔχον erkl. wird; τὰ καρχαρόδοντα Opp. Cyn. 3, 262. Kleon heißt so Ar. Vesp. 1031, vgl. Equ. 1017.

Greek (Liddell-Scott)

καρχᾰρόδους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, ὁ ἔχων ὀξεῖς, κοπτεροὺς ὀδόντας, καρχαρόδοντε δύω κύνε Ἰλ. Κ. 360· κυνῶν ὑπὸ καρχαροδόντων Ν. 198· ἅρπην καρχ. Ἡσ. Θ. 180· ἐφαρμοζόμενον εἰς τὸν Κλέωνα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1017, Σφ. 1031.―Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἐκεῖνα τὰ ζῷα εἶναι καρχαρόδοντα, ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 51· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 6, ἔνθα εἶναι ἀντίθετον πρὸς τὸ χαυλιόδους· πρβλ. ὡσαύτως συνόδους.―Ὡσαύτως ἐπὶ τῶν χηλῶν τῶν μεγάλων ποδῶν τοῦ ἀστακοῦ, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όδοντος;
aux dents aiguës, acérées.
Étymologie: κάρχαρος, όδούς.

English (Autenrieth)

όδοντος: sharp-toothed, epithet of dogs. (Il.)

Greek Monolingual

καρχαρόδους, -ουν (Α)
1. αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια
2. μτφ. ως κύριο όν. ό Καρχαρόδους
κωμικό επίθ. του Κλέωνος στον Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + -όδους (< ὀδούς), πρβλ. αραιόδους, κρατερόδους].

Greek Monotonic

καρχᾰρόδους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρχαρόδους -όδοντος [κάρχαρος, ὀδούς] met scherpe tanden.

Russian (Dvoretsky)

καρχᾰρόδους: 2, gen. όδοντος с острыми зубами, зубастый (κύνες Hom.; ἅρπη Hes.; ζῷον Arst.).

Middle Liddell

[from κάρχᾰρος]
with sharp, jagged teeth, of dogs, Il.; applied to Cleon by Ar.