κροκύδα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κροκύς]], -ύδος)<br />το [[λεπτό]] [[χνούδι]] που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κροκεὺς ἑδρική» — [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> «κροκύδας | |mltxt=η (AM [[κροκύς]], -ύδος)<br />το [[λεπτό]] [[χνούδι]] που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κροκεὺς ἑδρική» — [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> «κροκύδας ἀφαιρεῖν» — το να τινάζει [[κάποιος]] το [[χνούδι]] από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με [[δουλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i> ([[πρβλ]]. [[πηλαμύς]], [[χλαμύς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:41, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM κροκύς, -ύδος)
το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα
αρχ.
φρ.
1. «κροκεὺς ἑδρική» — υπόθετο
2. «κροκύδας ἀφαιρεῖν» — το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. πηλαμύς, χλαμύς)].