λιμνήτης: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. [[γυμνήτης]], [[σκηνήτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:53, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος, A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56. II epithet of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος ΙΙ), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.
Greek Monolingual
λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμνήτης, σκηνήτης)].
Greek Monotonic
λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.
Middle Liddell
λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epithet of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.