μένανδρος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μένανδρος]], ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μένανδρος]], ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. [[λείψανδρος]], [[μίσανδρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A awaiting a man, παρθένος Dionys. Trag.12.
German (Pape)
[Seite 132] den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μένανδρος: ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ Διονύσιον τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.
Greek Monolingual
μένανδρος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λείψανδρος, μίσανδρος].