ἡδύκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύκαρπος]], [[ξηρόκαρπος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with sweet fruit, Pherecyd.178J.; δένδρον Thphr.HP4.4.5.
German (Pape)
[Seite 1153] mit süßer Frucht, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύκαρπος: -ον, φέρων γλυκεῖς καρπούς, δένδρον Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 5.
Greek Monolingual
ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύκαρπος, ξηρόκαρπος].