θηλυμελής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηλυμελής]], -ές (Α)<br />(για το [[αηδόνι]]) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θηλυμελής]], -ές (Α)<br />(για το [[αηδόνι]]) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[θελξιμελής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:27, 24 August 2021
English (LSJ)
ές, A singing in soft strain, Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες AP 9.184.
German (Pape)
[Seite 1207] ἀηδών, weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμελής: -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au doux chant de femme.
Étymologie: θῆλυς, μέλος II.
Greek Monolingual
θηλυμελής, -ές (Α)
(για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].
Greek Monotonic
θηλυμελής: -ές (μέλος), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική φωνή, σε Ανθ. Π.