θηλυκτόνος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηλυκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει με [[χέρι]] γυναίκας («[[θηλυκτόνος]] [[Ἄρης]]» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. <i>εντομο</i>-[[κτόνος]], <i>ζωο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[θηλυκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει με [[χέρι]] γυναίκας («[[θηλυκτόνος]] [[Ἄρης]]» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[εντομοκτόνος]], [[ζωοκτόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκτόνος Medium diacritics: θηλυκτόνος Low diacritics: θηλυκτόνος Capitals: ΘΗΛΥΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: thēlyktónos Transliteration B: thēlyktonos Transliteration C: thilyktonos Beta Code: qhlukto/nos

English (LSJ)

ον, A slaying by woman's hand, Ἄρης θ. Id.Pr.860.

German (Pape)

[Seite 1207] Ἄρης, durch Weiber mordend, Aesch. Prom. 862.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκτόνος: -ον, ὁ διὰ γυναικείας χειρὸς φονεύων, Ἄρης θ. Αἰσχύλ. Πρ. 860.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue par la main d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, κτείνω.

Greek Monolingual

θηλυκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομοκτόνος, ζωοκτόνος.

Greek Monotonic

θηλυκτόνος: -ον (ἔκτονα, παρακ. του κτείνω), αυτός που φονεύεται από γυναικείο χέρι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκτόνος: убивающий руками (т. е. через посредство) женщин (Ἄρης Aesch.).

Middle Liddell

θηλυ-κτόνος, ον ἔκτονα, perf. of κτείνω
slaying by woman's hand, Aesch.