καρποτόκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρποτόκος]], -ον και ποιητ. τ. θηλ. [[καρποτόκεια]] (Α)<br />αυτός που παράγει καρπούς, ο [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. <i>αρρενο</i>-[[τόκος]], <i>θεο</i>-[[τόκος]].
|mltxt=[[καρποτόκος]], -ον και ποιητ. τ. θηλ. [[καρποτόκεια]] (Α)<br />αυτός που παράγει καρπούς, ο [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[αρρενοτόκος]], [[θεοτόκος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποτόκος Medium diacritics: καρποτόκος Low diacritics: καρποτόκος Capitals: ΚΑΡΠΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: karpotókos Transliteration B: karpotokos Transliteration C: karpotokos Beta Code: karpoto/kos

English (LSJ)

(parox.), ον, A bearing fruit, epithet of Demeter, v.l. in AP12.225 (Strat.), of Isis, APl.4.264: metaph., Ph.1.53.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.

Greek (Liddell-Scott)

καρποτόκος: -ον, καρποφόρος, Ἀνθ. Π. 12. 225, Φίλων 1. 53, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des fruits.
Étymologie: καρπός, τίκτω.

Greek Monolingual

καρποτόκος, -ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α)
αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενοτόκος, θεοτόκος.

Greek Monotonic

καρποτόκος: -ον (τίκτω), καρποφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καρποτόκος: рождающий плод, выращивающий плоды (Δημήτηρ Anth.).

Middle Liddell

καρπο-τόκος, ον τίκτω
bearing fruit, Anth.