λαιμητόμος: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λαιμητόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λαιμητόμος]]<br />[[μηχανή]] εφοδιασμένη με πολύ [[βαρύ]] [[μαχαίρι]] που πέφτει από [[ψηλά]], με την οποία γινόταν ο [[αποκεφαλισμός]] τών καταδικασμένων σε θάνατο, [[καρμανιόλα]], [[γκιλοτίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ο (Α [[λαιμητόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λαιμητόμος]]<br />[[μηχανή]] εφοδιασμένη με πολύ [[βαρύ]] [[μαχαίρι]] που πέφτει από [[ψηλά]], με την οποία γινόταν ο [[αποκεφαλισμός]] τών καταδικασμένων σε θάνατο, [[καρμανιόλα]], [[γκιλοτίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[γυρητόμος]], [[σταχυητόμος]]. Το -<i>η</i>- πιθ. [[προϊόν]] αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, A = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].
Greek Monotonic
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.
Middle Liddell
λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]