λαγωβόλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λαγωβόλος]], -ον, ουδ. και [[λαγωοβόλον]])<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαγωβόλο]](<i>ν</i>) ή [[λαγωοβόλον]]<br />η [[λαγουδέρα]] ή [[λαγούσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά λαγούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[δισκοβόλος]].
|mltxt=-ο (Α [[λαγωβόλος]], -ον, ουδ. και [[λαγωοβόλον]])<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαγωβόλο]](<i>ν</i>) ή [[λαγωοβόλον]]<br />η [[λαγουδέρα]] ή [[λαγούσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά λαγούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α λαγωβόλος, -ον, ουδ. και λαγωοβόλον)
το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον
η λαγουδέρα ή λαγούσα
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά λαγούς
2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.