μυοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μυοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μυοκτόνο</i><br />[[φάρμακο]] με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, [[ποντικοφάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μυοκτόνος]]<br />[[είδος]] του φυτού ακονίτου, το [[μυοφόνον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μυοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μυοκτόνο</i><br />[[φάρμακο]] με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, [[ποντικοφάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μυοκτόνος]]<br />[[είδος]] του φυτού ακονίτου, το [[μυοφόνον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[παιδοκτόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:12, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοκτόνος Medium diacritics: μυοκτόνος Low diacritics: μυοκτόνος Capitals: ΜΥΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: myoktónos Transliteration B: myoktonos Transliteration C: myoktonos Beta Code: muokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω) A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159. II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.

Greek Monotonic

μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μυοκτόνος: знаменующий избиение мышей (τρόπαιον Batr.).

Middle Liddell

μυο-κτόνος, ον κτείνω
mouse-killing, Batr.