πολεμηδόκος: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δωρ. τ. [[πολεμαδόκος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέκομαι]] / [[δέχομαι]]), | |mltxt=δωρ. τ. [[πολεμαδόκος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέκομαι]] / [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξενοδόκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:15, 25 August 2021
English (LSJ)
Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον, A war-sustaining, epithet of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.);; also π. ὅπλα Pi.P.10.13.
German (Pape)
[Seite 653] dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
Greek (Liddell-Scott)
πολεμηδόκος: ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, πολεμικός, ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
Greek Monolingual
δωρ. τ. πολεμαδόκος, -ον, Α
1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος
2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -δόκος (< δέκομαι / δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.
Greek Monotonic
πολεμηδόκος: Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ (δέχομαι), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πολεμηδόκος: дор. πολεμᾱδόκος 2 приемлющий войну, т. е. воинственный (ὅπλα Pind.; Ἀθηναία Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.
Middle Liddell
πολεμη-δόκος, δοριξ πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ, δέχομαι
war-sustaining, Pind.