παγκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pagkoitis
|Transliteration C=pagkoitis
|Beta Code=pagkoi/ths
|Beta Code=pagkoi/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[where all must sleep]], <b class="b3">π. θάλαμος</b>, i.e. the grave, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>804</span> (anap.); <b class="b3">π. Ἅιδας</b> ib.<span class="bibl">811</span> (lyr.).</span>
|Definition=ου, ὁ, [[where all must sleep]], παγκοίτης [[θάλαμος]], i.e. the [[grave]], S.Ant.804 (anap.); παγκοίτης Ἅιδας ib.811 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.
|elnltext=παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παγ-κοίτης, ου, ὁ, [[κοίτη]]<br />[[where]] all must [[sleep]], [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]], i. e. the [[grave]], Soph.; π. Ἅιδας Soph.
|mdlsjtxt=παγ-κοίτης, ου, ὁ, [[κοίτη]]<br />[[where]] all must [[sleep]], [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]], i. e. the [[grave]], Soph.; π. Ἅιδας Soph.
}}
}}

Revision as of 06:35, 4 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκοίτης Medium diacritics: παγκοίτης Low diacritics: παγκοίτης Capitals: ΠΑΓΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: pankoítēs Transliteration B: pankoitēs Transliteration C: pagkoitis Beta Code: pagkoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, where all must sleep, παγκοίτης θάλαμος, i.e. the grave, S.Ant.804 (anap.); παγκοίτης Ἅιδας ib.811 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 436] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, θάλαμος, auch von der Unterwelt, 804.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίτης: -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς κοίτη χρησιμεύων, θάλαμος παγκοίτας, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας αὐτόθι 811· ἀμφότερα τὰ χωρία ταῦτα λυρικά.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui endort toute chose.
Étymologie: πᾶς, κοίτη.

Greek Monolingual

παγκοίτης, ὁ (Α)
(για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως κοίτη για όλους, δηλ. ο τάφος («ὁ παγκοίτας Ἅδας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κοίτης (< κοίτη)].

Greek Monotonic

παγκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), το μέρος όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, θάλαμος παγκοίτας δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.· πάγκοινος Ἅιδας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παγκοίτης: дор. παγκοίτᾱς, ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех (θάλαμος, Ἃιδης Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.

Middle Liddell

παγ-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη
where all must sleep, θάλαμος παγκοίτας, i. e. the grave, Soph.; π. Ἅιδας Soph.