ἄπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apafstos
|Transliteration C=apafstos
|Beta Code=a)/paustos
|Beta Code=a)/paustos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unceasing]], [[never-ending]], <span class="bibl">Parm.8.27</span>; αἰών <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span> 574</span> (lyr.); βίος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>36e</span>; ἄτα <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1187</span> (lyr.); ἄ. καὶ ἀθάνατος φορά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>417c</span>, etc. Adv. -τως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>391b18</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[not to be stopped]] or [[assuaged]], [[insatiable]], δίψα <span class="bibl">Th.2.49</span>; γνάθοι <span class="bibl">Antiph. 237.4</span>; ἐπιθυμίη χρημάτων <span class="bibl">Eus.Mynd.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. gen., [[never ceasing from]], γόων <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>82</span> (lyr.).—Cf. [[ἄπαυτος]].</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unceasing]], [[never-ending]], <span class="bibl">Parm.8.27</span>; [[αἰών]] <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span> 574</span> (lyr.); βίος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>36e</span>; ἄτα <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1187</span> (lyr.); ἄ. καὶ [[ἀθάνατος]] φορά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>417c</span>, etc. Adv. [[ἀπαύστως]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>391b18</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[not to be stopped]] or [[assuaged]], [[insatiable]], δίψα <span class="bibl">Th.2.49</span>; γνάθοι <span class="bibl">Antiph. 237.4</span>; ἐπιθυμίη χρημάτων <span class="bibl">Eus.Mynd.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. gen., [[never ceasing from]], γόων <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>82</span> (lyr.).—Cf. [[ἄπαυτος]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπαυστος''': -ον, [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[ἀκατάπαυστος]], Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· [[βίος]] Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ [[ἀθάνατος]] φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, [[ἀκόρεστος]], [[δίψα]] Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ [[μηδέποτε]] παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, [[ἀκόρεστος]], γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.
|lstext='''ἄπαυστος''': -ον, [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[ἀκατάπαυστος]], Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· [[βίος]] Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ [[ἀθάνατος]] φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. [[ἀπαύστως]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, [[ἀκόρεστος]], [[δίψα]] Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ [[μηδέποτε]] παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, [[ἀκόρεστος]], γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no cesa]], [[inacabable]], [[que no tiene fin]] (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin</i> Parm.B 8.27, αἰών A.<i>Supp</i>.574, [[βίος]] Pl.<i>Ti</i>.36e, ἄτα S.<i>Ai</i>.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.<i>Cra</i>.417c, σταγών E.<i>Supp</i>.82, κυκλική Thphr.<i>Metaph</i>.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.<i>Inst</i>.206<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.<br /><b class="num">2</b> [[insaciable]] [[δίψα]] Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inacabablemente]], [[eternamente]] δι' αἰῶνος Arist.<i>Mu</i>.391<sup>b</sup>18, cf. Corn.<i>ND</i> 34, <i>PMasp</i>.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἄ. κολάζεσθαι Iust.Phil.<i>Dial</i>.45.4.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no cesa]], [[inacabable]], [[que no tiene fin]] (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin</i> Parm.B 8.27, αἰών A.<i>Supp</i>.574, [[βίος]] Pl.<i>Ti</i>.36e, ἄτα S.<i>Ai</i>.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.<i>Cra</i>.417c, σταγών E.<i>Supp</i>.82, κυκλική Thphr.<i>Metaph</i>.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.<i>Inst</i>.206<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.<br /><b class="num">2</b> [[insaciable]] [[δίψα]] Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπαύστως]] = [[inacabablemente]], [[eternamente]] δι' αἰῶνος Arist.<i>Mu</i>.391<sup>b</sup>18, cf. Corn.<i>ND</i> 34, <i>PMasp</i>.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἄ. κολάζεσθαι Iust.Phil.<i>Dial</i>.45.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαυστος:''' -ον (παύομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]], [[ατελεύτητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, [[ακόρεστος]], [[δίψα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, [[γόων]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπαυστος:''' -ον (παύομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]], [[ατελεύτητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, [[ακόρεστος]], [[δίψα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, [[γόων]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:11, 28 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαυστος Medium diacritics: ἄπαυστος Low diacritics: άπαυστος Capitals: ΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápaustos Transliteration B: apaustos Transliteration C: apafstos Beta Code: a)/paustos

English (LSJ)

ον, A unceasing, never-ending, Parm.8.27; αἰών A.Supp. 574 (lyr.); βίος Pl.Ti.36e; ἄτα S.Aj.1187 (lyr.); ἄ. καὶ ἀθάνατος φορά Pl.Cra.417c, etc. Adv. ἀπαύστως Arist.Mu.391b18, Corn.ND34. 2 not to be stopped or assuaged, insatiable, δίψα Th.2.49; γνάθοι Antiph. 237.4; ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1. II c. gen., never ceasing from, γόων E.Supp.82 (lyr.).—Cf. ἄπαυτος.

German (Pape)

[Seite 283] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, δίψα Thuc. 2, 49; endlos, αἰών Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, βίος Plat. Tim. 36 e; καὶ ἀθάνατος Crat. 417 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαυστος: -ον, ἀδιάκοπος, συνεχής, ἀκατάπαυστος, Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· βίος Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ ἀθάνατος φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπαύστως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, ἀκόρεστος, δίψα Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ μηδέποτε παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, ἀκόρεστος, γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, παύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no cesa, inacabable, que no tiene fin (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin Parm.B 8.27, αἰών A.Supp.574, βίος Pl.Ti.36e, ἄτα S.Ai.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.Cra.417c, σταγών E.Supp.82, κυκλική Thphr.Metaph.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.Inst.206
neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.
2 insaciable δίψα Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.
II adv. ἀπαύστως = inacabablemente, eternamente δι' αἰῶνος Arist.Mu.391b18, cf. Corn.ND 34, PMasp.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἄ. κολάζεσθαι Iust.Phil.Dial.45.4.

Greek Monolingual

ἄπαυστος, -ον (AM)
1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος
3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτιἄπαυστος γόων»).

Greek Monotonic

ἄπαυστος: -ον (παύομαι)·
I. 1. ακατάπαυστος, συνεχής, ατελεύτητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, ακόρεστος, δίψα, σε Θουκ.
II. με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, γόων, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπαυστος:
1) непрекращающийся, нескончаемый, бесконечный (αἰών Aesch.; βίος Plat.); беспрестанный, непрерывный (ἄτα, ἀ. καὶ ἀθάνατος Soph.; δίψα Thuc.; φορά Plat.; κίνησις Arst.; νιφετοί Plut.);
2) не перестающий (τινος Eur.).

Middle Liddell

[παύομαι]
I. unceasing, never-ending, Aesch., Soph.
2. not to be stopped or assuaged, insatiable, δίψα Thuc.
II. c. gen. never ceasing from, γόων Eur.

English (Woodhouse)

ceaseless, continuous, incessant, insatiable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)