ἀκατακάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢katak£luptoj 阿-卡他-卡呂普拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':不-向下-蓋(的) 相當於: ([[פָּרַע]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':揭開的,不蒙蔽,不蒙著;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)及([[καλύπτω]])=遮蓋)組成;其中 ([[καλύπτω]])出自([[κλέπτω]])*=偷竊),或出自([[κρύπτω]])*=隱藏)。保羅在( 林前11:5 ,13)清楚的寫出他的意願,就是在禱告或講道時,女人要蒙著頭,男人不該蒙著頭。然而對蒙頭的解釋與作法,歷時以來有許多的爭論<br />'''出現次數''':總共(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不蒙著頭(1) 林前11:13;<br />2) 不蒙著(1) 林前11:5
|sngr='''原文音譯''':¢katak£luptoj 阿-卡他-卡呂普拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':不-向下-蓋(的) 相當於: ([[פָּרַע]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':揭開的,不蒙蔽,不蒙著;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)及([[καλύπτω]])=遮蓋)組成;其中 ([[καλύπτω]])出自([[κλέπτω]])*=偷竊),或出自([[κρύπτω]])*=隱藏)。保羅在( 林前11:5,13)清楚的寫出他的意願,就是在禱告或講道時,女人要蒙著頭,男人不該蒙著頭。然而對蒙頭的解釋與作法,歷時以來有許多的爭論<br />'''出現次數''':總共(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不蒙著頭(1) 林前11:13;<br />2) 不蒙著(1) 林前11:5
}}
}}

Revision as of 10:05, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατακάλυπτος Medium diacritics: ἀκατακάλυπτος Low diacritics: ακατακάλυπτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: akatakályptos Transliteration B: akatakalyptos Transliteration C: akatakalyptos Beta Code: a)kataka/luptos

English (LSJ)

ον, A uncovered, LXX Le. 13.45 (v.l.), Plb.15.27.2, 1 Ep.Cor.11.5,13; ἀκαθαρσία Ph.1.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατακάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, Ἑβδ., Πολύβ. 15. 27, 2, Κορ. Α΄, ια΄, 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, non couvert.
Étymologie: ἀ, κατακαλύπτω.

Spanish (DGE)

-ον
I descubierto esp. de mujeres sin velo Δανάη Plb.15.27.2, γυνή 1Ep.Cor.11.5, 13
del leproso ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκατακάλυπτος LXX Le.13.45.
II 1descarado, a las claras ἀκαθαρσία Ph.1.72.
2 no disimulado, llano φωνή Eus.PE 13.1.

English (Abbott-Smith)

ἀκατακάλυπτος, -ον (< κατακαλύπτω), [in LXX: Le 13:45 A (פָּרוּע) *;]
uncovered, unveiled: I Co 11:5, 13. †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of a compound of κατά and καλύπτω; unveiled: uncovered.

English (Thayer)

(κατακαλύπτω), not covered, unveiled: Polybius 15,27, 2; (the Sept., Philo).)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατακάλυπτος, -ον) κατακαλύπτω
αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου
νεοελλ.
1. τελείως ακάλυπτος, φανερός
2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα
αρχ.
1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για γυναίκες
Πολ. 15.27.2. ΠΔ Λευϊτ. 13, 45, Μ. Βασίλειος κ.ά.)
2. μτφ. απλός, δίχως προσποίηση
«γυμνῇ και ἀκατακαλύπτῳ φωνῇ» (Ευσέβιος).

Greek Monotonic

ἀκατακάλυπτος: -ον (κατακαλύπτω), ακάλυπτος, ασκεπής, φανερός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατακάλυπτος: незакутанный, с непокрытой головой (γυνή Polyb., NT).

Middle Liddell

κατακαλύπτω
uncovered, NTest.

Chinese

原文音譯:¢katak£luptoj 阿-卡他-卡呂普拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-向下-蓋(的) 相當於: (פָּרַע‎)
字義溯源:揭開的,不蒙蔽,不蒙著;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)及(καλύπτω)=遮蓋)組成;其中 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊),或出自(κρύπτω)*=隱藏)。保羅在( 林前11:5,13)清楚的寫出他的意願,就是在禱告或講道時,女人要蒙著頭,男人不該蒙著頭。然而對蒙頭的解釋與作法,歷時以來有許多的爭論
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 不蒙著頭(1) 林前11:13;
2) 不蒙著(1) 林前11:5