ἀκροπενθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκροπενθής:''' горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v. l. [[ἁβροπενθής]]).
|elrutext='''ἀκροπενθής:''' горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἁβροπενθής]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πένθος]]<br />[[exceeding]] sad, Aesch.
|mdlsjtxt=[[πένθος]]<br />[[exceeding]] sad, Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπενθής Medium diacritics: ἀκροπενθής Low diacritics: ακροπενθής Capitals: ΑΚΡΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: akropenthḗs Transliteration B: akropenthēs Transliteration C: akropenthis Beta Code: a)kropenqh/s

English (LSJ)

ές, A f.l. for ἁβρο-, A.Pers.135 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.

Greek Monolingual

ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.

Greek Monotonic

ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροπενθής: горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v.l. ἁβροπενθής).

Middle Liddell

πένθος
exceeding sad, Aesch.