ἀραρότως: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρᾱρότως:'''<br /><b class="num">1)</b> плотно, крепко (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v. l. ἀραρότα);<br /><b class="num">3)</b> усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.). | |elrutext='''ἀρᾱρότως:'''<br /><b class="num">1)</b> плотно, крепко (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] ἀραρότα);<br /><b class="num">3)</b> усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:20, 9 January 2022
English (LSJ)
[ᾰρ], (ἀραρίσκω) A compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (-ώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.
German (Pape)
[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
French (Bailly abrégé)
adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰρᾱ-]
• Morfología: [compar. ἀραρώτερον Them.Or.22.270c]
adv. sobre part. perf. de ἀραρίσκω
I concr. fija, firmemente μένειν A.Supp.945, Hero Aut.23.4, εἶχε E.Med.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.
II fig.
1 firmemente, con seguridad del conocer ἀ. γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.DN M.3.916B, εἰπεῖν Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.Is.46.10.
2 apropiadamente ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.
3 complaciente, diligentemente ἀ. ὑπηρετεῖν Pl.Phdr.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.Or.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀ. ... συνετέλει LXX 3Ma.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.Protr.12.
Greek Monolingual
ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].
Greek Monotonic
ἀρᾱρότως: επίρρ. του ἀρᾱρώς, μτχ. παρακ. του ἀραρίσκω, συμπαγώς, στέρεα, σφιχτά, δυνατά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρᾱρότως:
1) плотно, крепко (ἀ. σύνδεσμα εἶχε Eur.);
2) твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v.l. ἀραρότα);
3) усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
Middle Liddell
[ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω
compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.