πλησίασμα: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plisiasma | |Transliteration C=plisiasma | ||
|Beta Code=plhsi/asma | |Beta Code=plhsi/asma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[impregnation]], f.l. for [[πλῆσμα]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>577a30</span>.</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[impregnation]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[πλῆσμα]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>577a30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:10, 11 January 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A impregnation, f.l. for πλῆσμα, Arist.HA577a30.
German (Pape)
[Seite 635] τό, = Folgdm, v.l. Arist. H. A. 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίασμα: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλῆσμα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλησιάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
νεοελλ.
1. συναναστροφή
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του
4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι άλλο, ομοιότητα.