ἀπαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐπαναγκάζω]], ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[προσαναγκάζω]], αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι [[μᾶλλον]] προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― [[συχν]]. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἐπαναγκάζω]].
|lstext='''ἀπαναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐπαναγκάζω]], ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[προσαναγκάζω]], αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι [[μᾶλλον]] προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― συχν. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἐπαναγκάζω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 14:58, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰναγκάζω Medium diacritics: ἀπαναγκάζω Low diacritics: απαναγκάζω Capitals: ΑΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: apanankázō Transliteration B: apanankazō Transliteration C: apanagkazo Beta Code: a)panagka/zw

English (LSJ)

A force away, τι ἀπό τινος Hp.Art.2; opp. προσαναγκάζω, ib. 14; simply, = ἀναγκάζω, ib.58, cf. Str.2.1.31, PFay.122.18 (100 A.D.):—freq. as f.l. for ἐπαν- as Plb.4.46.6, 5.24.1, Them.Or. 33.367a.

German (Pape)

[Seite 277] zwingen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἐπαναγκάζω, ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσαναγκάζω, αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― συχν. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπαναγκάζω.

Spanish (DGE)

1 forzar a apartarse un hueso ἀπὸ τῶν πλευρέων Hp.Art.2, del brazo αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν pues los vendajes no le fuerzan ni a aproximarse ni a apartarse Hp.Art.14.
2 en v. med. verse forzado (σκέλος) συνυπουργέον γὰρ ἐκείνῳ ... ἀπαναγκάζεται εἶναι (la pierna sana) se ve obligada a ayudar a la otra Hp.Art.58
resultar forzoso οὐδε γὰρ ὑπὸ μεγέθους ἀπηναγκάσθαι λέγοι ἄν no se podría decir que resulta forzoso por causa de las dimensiones Str.2.1.31
de donde en v. act. obligar a c. inf. ἀποτῖσαι PFay.122.18 (I d.C.), βαδίσαι E.Ep.5.28.

Greek Monolingual

ἀπαναγκάζω (Α)
εξαναγκάζω, υποχρεώνω.