λοῦσσον: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=λοῦσσον, τὸ (Α)<br />η λευκή [[ρητινώδης]] [[εντεριώνη]] του ελάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε <i>λovκ</i>-<i>yoν</i> και [[είναι]] παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «[[λευκότητα]], φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>loug</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leuq</i>- «[[λάμπω]], [[φωτεινός]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>lux</i> «φως»). Η λ., [[επομένως]], θα είχε αρχικά τη σημ. «[[φωτεινότητα]], ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>luča</i> «[[ακτίνα]]», λατ. <i>lucus</i> «[[δάσος]]» και με τα: [[λευκός]], [[λεύσσω]], [[λύχνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:09, 13 June 2022
English (LSJ)
τό, A pith of the fir-tree, Thphr.HP3.9.7.
Greek (Liddell-Scott)
λοῦσσον: τό, ἡ ῥητινώδης ἐντεριώνη, τὸ δᾳδὶ τῆς ἐλάτης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 7.
Greek Monolingual
λοῦσσον, τὸ (Α)
η λευκή ρητινώδης εντεριώνη του ελάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε λovκ-yoν και είναι παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «λευκότητα, φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη βαθμίδα loug- της ΙΕ ρίζας leuq- «λάμπω, φωτεινός» (πρβλ. λατ. lux «φως»). Η λ., επομένως, θα είχε αρχικά τη σημ. «φωτεινότητα, ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. luča «ακτίνα», λατ. lucus «δάσος» και με τα: λευκός, λεύσσω, λύχνος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: white pith of the fir-tree (Thphr. HP 3, 9, 7); on the meaning etc. Strömberg Theophrastea 126, 128, 166.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can continue *λουκ-ιον as deriv. of a root noun as seen in Lat. lūx light, if from IE *louk-s,; so prop. "the light emitting, the lighting"; beside it with i̯ā-suffix OCS luča f. beam. An o-deriv, IE *louk-o-s, is Lat. lūcus forest etc.; here further a. o. the verbal adj. λευκός and the yotpresent λεύσσω; s. vv., also λύχνος. - A rather improbable etym.
Frisk Etymology German
λοῦσσον: {loũsson}
Grammar: n.
Meaning: weißer Kern im Tannenholz (Thphr. HP 3, 9, 7); zur Begriffsbestimmung usw. Strömberg Theophrastea 126, 128, 166.
Etymology : Kann für *λουκιον stehen als Ableitung eines in lat. lūx Licht, wenn aus idg. *louq-s, vorliegenden sog. Wurzelnomens; somit eig. "das Licht Ausstrahlende, das Leuchtende"; daneben mit i̯ā-Suffix aksl. luča f. Strahl. Eine nahverwandte o-Ableitung, idg. *louq-o-s, ist lat. lūcus Hain, Wald usw.; hinzu kommen u. a. das Verbaladj. λευκός und das Jotpräsens λεύσσω; s. dd., auch λύχνος.
Page 2,137-138