οιδώ: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(28) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οἰδῶ, -έω, σπαν. και -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] οιδήματα, εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[είμαι]] πρησμένος<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αναπτύσσομαι<br /><b>3.</b> (για καρπό) διογκώνομαι, [[ωριμάζω]] («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για προσ.) i) [[είμαι]] [[ταραγμένος]] ψυχικά, [[είμαι]] ερεθισμένος («οἰδῶν τε τὴν ψυχήν... διὰ τὸν ἔρωτα τῆς παιδός», Δίον. Αλ.)<br />ii) εκφράζομαι με στόμφο, με [[έπαρση]], [[υπερηφανεύομαι]], [[παραφουσκώνω]] («τέχνην | |mltxt=οἰδῶ, -έω, σπαν. και -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] οιδήματα, εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[είμαι]] πρησμένος<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αναπτύσσομαι<br /><b>3.</b> (για καρπό) διογκώνομαι, [[ωριμάζω]] («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για προσ.) i) [[είμαι]] [[ταραγμένος]] ψυχικά, [[είμαι]] ερεθισμένος («οἰδῶν τε τὴν ψυχήν... διὰ τὸν ἔρωτα τῆς παιδός», Δίον. Αλ.)<br />ii) εκφράζομαι με στόμφο, με [[έπαρση]], [[υπερηφανεύομαι]], [[παραφουσκώνω]] («τέχνην οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά μέ καταστάσεις, [[ιδίως]] πολιτικές) βρίσκομαι σε [[αναταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>οἰδῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>oid</i>- ή <i>aid</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» και συνδέεται με αρμ. <i>aytnum</i> (με [[επίθημα]] -<i>nu</i>) «πρήζομαι» και <i>aytumn</i> «[[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>eiz</i> (γερμ. διαλεκτικό <i>Eis</i>) «[[απόστημα]], [[πύον]]» και με [[επίθημα]] σε -<i>π</i> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i>, αρχ. ισλδ. <i>eitr</i> «[[πύον]]» (<b>πρβλ.</b> <i>Οιδί</i>-[[πους]]). Στη Λατινική μαρτυρείται η [[γλώσσα]] <i>aemidus</i> «πρησμένος», σχηματισμένη πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνωνύμου <i>tamidus</i> και [[είναι]] ο [[μοναδικός]] τ. που προϋποθέτει [[θέμα]] σε <i>ai</i>- ( <i>aid</i>-<i>m</i><sup>e / o</sup>- ή <i>aid</i>-<i>sm</i><sup>e / o</sup>-). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρήματος με αρχ. σλαβ. <i>jad</i><i>ū</i> «[[δηλητήριο]]» και αρχ. ινδ. <i>indu</i> «[[αρθρίτιδα]]» θεωρείται πολύ αμφίβολη. Από τους ενεστωτικούς τ. [[οἰδέω]], [[οἰδάω]], [[οἰδίσκω]], [[οἰδαίνω]], [[οἰδάνω]] αρχαιότεροι [[είναι]] ο [[οἰδέω]] και πιθ. ο [[οἰδάνω]], ενώ οι [[οἰδίσκω]] (με [[επίθημα]] -[[ίσκω]], <b>πρβλ.</b> [[ἀναλίσκω]], [[εὑρίσκω]]), <i>οἰδ</i>-[[αίνω]] και [[οἰδάω]] [[είναι]] δευτερογενείς. Το ρ. <i>οἰδῶ</i> εντάσσεται στην [[κατηγορία]] τών παραγώγων σε -<i>έω</i>, που ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος (<b>πρβλ.</b> [[δέχομαι]]: <i>δοκῶ</i>) δεν μαρτυρείται όμως ο [[αντίστοιχος]] [[θεματικός]] του ενεστ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 13 June 2022
Greek Monolingual
οἰδῶ, -έω, σπαν. και -άω (Α)
1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος
2. (για φυτό) αναπτύσσομαι
3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.)
4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι ταραγμένος ψυχικά, είμαι ερεθισμένος («οἰδῶν τε τὴν ψυχήν... διὰ τὸν ἔρωτα τῆς παιδός», Δίον. Αλ.)
ii) εκφράζομαι με στόμφο, με έπαρση, υπερηφανεύομαι, παραφουσκώνω («τέχνην οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν», Αριστοφ.)
β) (σχετικά μέ καταστάσεις, ιδίως πολιτικές) βρίσκομαι σε αναταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰδῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα oid- ή aid- «φουσκώνω, πρήζομαι» και συνδέεται με αρμ. aytnum (με επίθημα -nu) «πρήζομαι» και aytumn «πρήξιμο, φούσκωμα», αρχ. άνω γερμ. eiz (γερμ. διαλεκτικό Eis) «απόστημα, πύον» και με επίθημα σε -π αρχ. άνω γερμ. eittar, αρχ. ισλδ. eitr «πύον» (πρβλ. Οιδί-πους). Στη Λατινική μαρτυρείται η γλώσσα aemidus «πρησμένος», σχηματισμένη πιθ. κατ' επίδραση του συνωνύμου tamidus και είναι ο μοναδικός τ. που προϋποθέτει θέμα σε ai- ( aid-me / o- ή aid-sme / o-). Η σύνδεση, τέλος, του ρήματος με αρχ. σλαβ. jadū «δηλητήριο» και αρχ. ινδ. indu «αρθρίτιδα» θεωρείται πολύ αμφίβολη. Από τους ενεστωτικούς τ. οἰδέω, οἰδάω, οἰδίσκω, οἰδαίνω, οἰδάνω αρχαιότεροι είναι ο οἰδέω και πιθ. ο οἰδάνω, ενώ οι οἰδίσκω (με επίθημα -ίσκω, πρβλ. ἀναλίσκω, εὑρίσκω), οἰδ-αίνω και οἰδάω είναι δευτερογενείς. Το ρ. οἰδῶ εντάσσεται στην κατηγορία τών παραγώγων σε -έω, που ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος (πρβλ. δέχομαι: δοκῶ) δεν μαρτυρείται όμως ο αντίστοιχος θεματικός του ενεστ.].