νηπτικός: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νηπτικός]], -ή, -όν) [[νήπτης]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], [[συνετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νηπτική [[θεολογία]]<br />[[κίνηση]] και [[τάση]] της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό [[περιεχόμενο]] της οποίας [[είναι]] η αδιάλειπτη [[προσευχή]], η [[συνεχής]] πνευματική [[άσκηση]], η [[ειλικρινής]] [[μετάνοια]] και η αδιάπτωτη νήψη και [[κάθαρση]] για ενάρετο βίο<br />β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»<br /><b>εκκλ.</b> ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική [[θεολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νηπτικωτάτην<br />νήφειν | |mltxt=-ή, -ό (Α [[νηπτικός]], -ή, -όν) [[νήπτης]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], [[συνετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νηπτική [[θεολογία]]<br />[[κίνηση]] και [[τάση]] της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό [[περιεχόμενο]] της οποίας [[είναι]] η αδιάλειπτη [[προσευχή]], η [[συνεχής]] πνευματική [[άσκηση]], η [[ειλικρινής]] [[μετάνοια]] και η αδιάπτωτη νήψη και [[κάθαρση]] για ενάρετο βίο<br />β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»<br /><b>εκκλ.</b> ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική [[θεολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νηπτικωτάτην<br />νήφειν ποιοῦσαν». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπτικῶς</i> (Α)<br />με νηφάλιο τρόπο. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νηπτικός:''' воздержный, трезвый Plut. | |elrutext='''νηπτικός:''' воздержный, трезвый Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 13 June 2022
English (LSJ)
ή, όν, A sober, Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπ-κωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. νηπ-κῶς Vett.Val.179.6, al.
Greek (Liddell-Scott)
νηπτικός: -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, νηφάλιος, σώφρων, Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sobre, tempérant.
Étymologie: νήφω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νηπτικός, -ή, -όν) νήπτης
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός
νεοελλ.
φρ. α) «νηπτική θεολογία
κίνηση και τάση της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο της οποίας είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η συνεχής πνευματική άσκηση, η ειλικρινής μετάνοια και η αδιάπτωτη νήψη και κάθαρση για ενάρετο βίο
β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»
εκκλ. ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική θεολογία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νηπτικωτάτην
νήφειν ποιοῦσαν».
επίρρ...
νηπτικῶς (Α)
με νηφάλιο τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
νηπτικός: воздержный, трезвый Plut.