οἰνόφλυξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[οἰνόφλυξ]], -υχος)<br />ο μεθυσμένος ή αυτός που έχει [[συνήθεια]] να πίνει [[πάρα]] πολύ, ο [[μέθυσος]], ο [[μπεκρής]], ο [[πιωμένος]] [[κατά]] [[κόρο]] («[[οἶσθα]] ὑπ' ἐμοῡ γεγε<br />νημένον... ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλύω]] «[[αναβράζω]]», [[ξεχειλίζω]]»)].
|mltxt=ο, η (Α [[οἰνόφλυξ]], -υχος)<br />ο μεθυσμένος ή αυτός που έχει [[συνήθεια]] να πίνει [[πάρα]] πολύ, ο [[μέθυσος]], ο [[μπεκρής]], ο [[πιωμένος]] [[κατά]] [[κόρο]] («[[οἶσθα]] ὑπ' ἐμοῦ γεγε<br />νημένον... ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλύω]] «[[αναβράζω]]», [[ξεχειλίζω]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόφλυξ Medium diacritics: οἰνόφλυξ Low diacritics: οινόφλυξ Capitals: ΟΙΝΟΦΛΥΞ
Transliteration A: oinóphlyx Transliteration B: oinophlyx Transliteration C: oinoflyks Beta Code: oi)no/fluc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω) A given to drinking, drunken, Hp.Prorrh. 2.2, X.Ap.19, Pl.Erx.405e, Arist.Po.1461a15.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόφλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, μέθυσος, Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰνόφλυξ· αἰσχρός. μέθυσος» καὶ «ὁ κακεπίθυμος οἴνου. οἰνοφερής, πάροινος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.

French (Bailly abrégé)

φλυγος (ὁ, ἡ)
homme ivre, ivrogne.
Étymologie: οἶνος, φλύω.

Greek Monolingual

ο, η (Α οἰνόφλυξ, -υχος)
ο μεθυσμένος ή αυτός που έχει συνήθεια να πίνει πάρα πολύ, ο μέθυσος, ο μπεκρής, ο πιωμένος κατά κόροοἶσθα ὑπ' ἐμοῦ γεγε
νημένον... ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φλυξ (< φλύω «αναβράζω», ξεχειλίζω»)].

Greek Monotonic

οἰνόφλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (φλύω), παραδομένος στο ποτό, μεθυσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόφλυξ: φλῠγος adj. преданный пьянству, пьянствующий Xen., Plat., Arst.

Middle Liddell

οἰνό-φλυξ, ῠγος, φλύω
given to drinking, drunken, Xen., etc.