παλινδρομώ: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) [[παλίνδρομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] ή κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]], κινούμαι [[εναλλάξ]] [[προς]] μία και [[προς]] την αντίθετη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] ή [[στάση]], [[είμαι]] [[άστατος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ακόντιο]] που ρίχνεται [[κατά]] της ασπίδας) τινάζομαι [[πίσω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πέφτω]] [[πάλι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[επαναπίπτω]] («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («παλινδρομεῖν ἐς [[ταὐτά]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[απόστημα]]) [[υποχωρώ]] [[χωρίς]] να ωριμάσω, [[κατακάθομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποτροπιάζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παλινδρομῶν [[σφυγμός]]» — [[περιοδικός]] [[σφυγμός]]<br />β) «[[βλασφημία]] παλινδρομοῡσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.
|mltxt=(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) [[παλίνδρομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] ή κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]], κινούμαι [[εναλλάξ]] [[προς]] μία και [[προς]] την αντίθετη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] ή [[στάση]], [[είμαι]] [[άστατος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ακόντιο]] που ρίχνεται [[κατά]] της ασπίδας) τινάζομαι [[πίσω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πέφτω]] [[πάλι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[επαναπίπτω]] («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («παλινδρομεῖν ἐς [[ταὐτά]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[απόστημα]]) [[υποχωρώ]] [[χωρίς]] να ωριμάσω, [[κατακάθομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποτροπιάζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παλινδρομῶν [[σφυγμός]]» — [[περιοδικός]] [[σφυγμός]]<br />β) «[[βλασφημία]] παλινδρομοῦσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) παλίνδρομος
νεοελλ.
1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά
2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος
μσν.
(για ακόντιο που ρίχνεται κατά της ασπίδας) τινάζομαι πίσω
μσν.-αρχ.
μτφ. πέφτω πάλι πάνω σε κάποιον, επαναπίπτω («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», Πολ.)
αρχ.
1. επανέρχομαι, επιστρέφω («παλινδρομεῖν ἐς ταὐτά», Αρετ.)
2. επαναφέρω («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», Διόδ.)
3. (για απόστημα) υποχωρώ χωρίς να ωριμάσω, κατακάθομαι
4. υποτροπιάζω
5. φρ. α) «παλινδρομῶν σφυγμός» — περιοδικός σφυγμός
β) «βλασφημία παλινδρομοῦσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.