ὑπεκτρέχω: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]] («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδραμῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] έξω, [[πέρα]] από ένα καθορισμένο όριο («ἢ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]] («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδραμῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] έξω, [[πέρα]] από ένα καθορισμένο όριο («ἢ τοῦθ' ὑπεκδραμόντα τοῦ χρόνου [[τέλος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτρέχω]] «[[τρέχω]] έξω, [[εξορμώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
fut. A -δρᾰμοῦμαι Id.Ant.1086: aor. ὑπεξέδρᾰμον Hdt.1.156:—run out from under, escape from, τὸ παρεόν Hdt. l. c.; θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ S. l. c.; ὑ. τὴν σὴν . . γλωσσαλγίαν (where the metaph. is taken from a ship) E.Med.524; θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι Id.Ph.873: abs., of horses, Plu.Eum.7: c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω E.Andr.338. II run out beyond, τοῦ χρόνου τέλος S. Tr.167.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. τρέχω), darunter hinaus od. weglaufen, entlaufen, vermeiden, c. acc.; Soph. Tr. 166 Ant. 1073; Eur. oft; ἢν τὸ παρεὸν ὑπεκδράμωσι Her. 1, 156; – c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. Andr. 338.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. ὑπεξέδρᾰμον. Ἐκτρέχω κάτωθέν τινος, ὑπεκφεύγω ἀπό τινος, φεύγω τι, ὑπεκδραμεῖν τὸ παρὸν Ἡρόδοτ. 1. 156· θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ Σοφ. Ἀντ. 1086· ὑπ. τὴν σήν... γλωσσαλγίαν, (ἔνθα ἡ μεταφορὰ εἶναι εἰλημμένη ἐκ πλοίου) Εὐρ. Μήδ. 524· θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 873· τὸν σπαραγμὸν ὑπ. Πλουτ. Εὐμ. 7· ― μετ’ ἀπαρ., ἣν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Εὐρ. Ἀνδρ. 338. ΙΙ. τρέχω πέραν ὁρίου τινός, τοῦ χρόνου τέλος Σοφ. Τρ. 167.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεκδραμοῦμαι, ao.2 ὑπεξέδραμον;
s’échapper en courant ; fuir, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέχω.
Greek Monolingual
Α
1. αποφεύγω, διαφεύγω («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδραμῶ», Ευρ.)
2. τρέχω έξω, πέρα από ένα καθορισμένο όριο («ἢ τοῦθ' ὑπεκδραμόντα τοῦ χρόνου τέλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, εξορμώ»].
Greek Monotonic
ὑπεκτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπεξέδρᾰμον·
I. εξέρχομαι, ξεχύνομαι από κάτω, ξεφεύγω από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω, σε Ευρ.
II. τρέχω πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκτρέχω: (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)
1) избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;
2) переходить, переступать (τοῦ χρόνου τέλος Soph.).
Middle Liddell
fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 ὑπεξέδρᾰμον
I. to run out from under, escape from, c. acc., Hdt., Soph., etc.;—c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur.
II. to run out beyond, Soph.