οὐλόθριξ: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς | |mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, [[είναι]] ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-[[θριξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:55, 18 June 2022
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, (οὖλος B) A with crisp, curly hair, like negroes, opp. εὐθύθριξ, Hdt.2.104, Arist.GA782b18, Pr.963b10, Str.2.2.3: οὐλότριχος, ον (censured by Phot.) occurs in Arist.HA629b34 (in Comp.), and is v.l. in Gp.16.1.9 (Posit.).
German (Pape)
[Seite 412] τριχος, mit krausem Haare, kraushaarig, Her. 2, 104, von den Kolchern; von den Aethiopen, Arist. gen. an. 5, 3; οὐλότριχες, probl. 33, 18.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλας, «σγουρὰς» τρίχας ὡς οἱ μαῦροι, ἀντίθετ. τῷ εὐθύθριξ, Ἡρόδ. 2. 104, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 16, Προβλ. 33. 18, Στράβ. 96. Ὁ τύπος οὐλότριχος, ον, (ἀποδοκιμαζόμενος ὑπὸ τοῦ Φωτ.) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 7, Γεωπ. 10. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux bouclés, crépus.
Étymologie: οὖλος², θρίξ.
Greek Monolingual
ο, η και ουλότριχος, -η, -ο (ΑΜ οὐλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, -ον)
αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, είναι ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].
Greek Monotonic
οὐλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ (οὖλος Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οὐλόθριξ: τρῐχος adj. с курчавыми волосами (οἱ Κόλχοι Her.; οἱ Αἰθίοπες Arst.).