ἀποσκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀποσκῠθίζω) <b class="num">1</b> [[arrancar la cabellera como los escitas]], [[escalpar como tortura]] αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4<i>Ma</i>.10.7, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[afeitarse la cabeza]] en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.<i>Tr</i>.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.<i>Il</i>.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.
|dgtxt=(ἀποσκῠθίζω) <b class="num">1</b> [[arrancar la cabellera como los escitas]], [[escalpar como tortura]] αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον [[LXX]] 4<i>Ma</i>.10.7, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[afeitarse la cabeza]] en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.<i>Tr</i>.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.<i>Il</i>.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:55, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκῠθίζω Medium diacritics: ἀποσκυθίζω Low diacritics: αποσκυθίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: aposkythízō Transliteration B: aposkythizō Transliteration C: aposkythizo Beta Code: a)poskuqi/zw

English (LSJ)

A scalp (as the Scythians did), LXX4 Ma.10.7. 2 metaph. in Pass., to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισνένη E.Tr.1026; τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀπεσκυθίσθαι Ath.12.524f.

German (Pape)

[Seite 325] nach Scythen Art die Kopfhaut mit dem Haare abziehen, übh. kahl scheeren, κρᾶτα Eur. Tr. 1026; ἀπεσκυθίσθαι ἡ ἐφ' ὕβρει κουρά Ath. XII, 524 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυθίζω: μέλλ. - ίσω, ἀφαιρῶ τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς μετὰ τῶν τριχῶν ὡς ἔπραττον οἱ Σκύθαι, Ἰωσήπ. Μακκ. ι΄, 7, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 64, Ἀθήν. 524ϝ. 2) καταχρηστ. ἐν τῷ παθ., ξυρίζομαι μέχρι τοῦ δέρματος, κρᾶτ’ ἀπεσκυθισμένη Εὐρ. Τρῳ. 1026. - Ὁ Σουΐδ. ἀναφέρει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας: «ἀποσκυθίται, κυρίως μὲν τὸ ἐπιτεμεῖν τὸ κεφάλαιον δέρμα σὺν θριξί, καταχρηστικῶς δὲ τὸ ἀποκεῖραι».

French (Bailly abrégé)

1 scalper comme les Scythes;
2 p. ext. raser la tête.
Étymologie: ἀπό, Σκύθης.

Spanish (DGE)

(ἀποσκῠθίζω) 1 arrancar la cabellera como los escitas, escalpar como tortura αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4Ma.10.7, cf. Hsch.
2 en v. med.-pas. afeitarse la cabeza en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.Tr.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.Il.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.

Greek Monolingual

ἀποσκυθίζω (Α) σκυθίζω
1. αφαιρώ το δέρμα της κεφαλής με τις τρίχες, όπως έκαναν οι Σκύθες
2. παθ. κουρεύομαι «εν χρω», γουλί.

Greek Monotonic

ἀποσκῠθίζω: μέλ. -ίσω, ξυρίζω τα μαλλιά από το κεφάλι μου ως το δέρμα όπως συνήθιζαν οι Σκύθες· μεταφ. στην Παθ., ξυρίζομαι μέχρι το δέρμα, απογυμνώνομαι, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκῠθίζω: на скифский лад сдирать кожу с головы, перен. брить или стричь наголо (κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένη Eur.).

Middle Liddell


to strip off the scalp in Scythian fashion: metaph. in Pass. to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη Eur.