συνεξανύω: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»].
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»].
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 16:05, 28 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰνύω Medium diacritics: συνεξανύω Low diacritics: συνεξανύω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΥΩ
Transliteration A: synexanýō Transliteration B: synexanyō Transliteration C: syneksanyo Beta Code: sunecanu/w

English (LSJ)

D.Chr.12.43, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d. II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.

French (Bailly abrégé)

c. συνεξανύτω.

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].