τέτανος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp</b>" to "Acut.(Sp") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetanos | |Transliteration C=tetanos | ||
|Beta Code=te/tanos | |Beta Code=te/tanos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[convulsive tension]], [[tetanus]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.13</span>, Acut.(Sp.) <span class="bibl">37</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>84e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604b4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[erectio penis]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>553</span> (anap.), <span class="bibl">846</span>. τέτανος, ἡ, v. [[τίτανος]].</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[convulsive tension]], [[tetanus]], [[tetany]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.13</span>, Acut.(Sp.) <span class="bibl">37</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>84e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604b4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[erection]], [[erectio penis]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>553</span> (anap.), <span class="bibl">846</span>. τέτανος, ἡ, v. [[τίτανος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:57, 1 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A convulsive tension, tetanus, tetany, Hp.Aph.7.13, Acut.(Sp.) 37, Pl.Ti.84e, Arist.HA604b4. II erection, erectio penis, Ar.Lys.553 (anap.), 846. τέτανος, ἡ, v. τίτανος.
German (Pape)
[Seite 1096] ὁ, das Spannen, die Spannung, bes. die krankhafte, mit Steifheit verbundene Verzerrung einzelner Theile des Leibes nach einer Seite hin, tetanus, rigor nervorum; Ar. Lys. 553. 846; Plat. Tim. 84 e; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τέτᾰνος: ὁ, σπασμωδικὴ τάσις ἢ τέντωμα τοῦ σώματος ἐξ οὗ τοῦτο γίνεται ἄκαμπτον ὡς νεκρὸν πτῶμα, (rigor nervorum παρὰ Κέλσῳ), Ἱππ. Ἀφ. 1251, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3, πρβλ. ἐμπροσθότονος, ὀπισθότονος. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., κᾆτ’ ἐντεύξῃ τέτανον τερπνὸν τοῖς ἀνδράσι καὶ ῥοπαλισμούς, «τέτανον καὶ ῥοπαλισμούς, τάσις τοῦ αἰδίου, ἐπεὶ ὡς ῥόπαλον γίνεται» (Σουΐδ.), Ἀριστοφάν. Λυσ. 533, 846.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tension ou rigidité d’un membre.
Étymologie: τείνω.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
ιατρ. βαριά νόσος του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε μικροβιακή τοξίνη και χαρακτηρίζεται από γενικευμένες πολύ επώδυνες συσπάσεις τών μυών
νεοελλ.
(κτην.) ζωονόσος, με κύρια συμπτώματα τη μυϊκή ακαμψία του λαιμού, τών άκρων και της ουράς, που προσβάλλει τα ιπποειδή, τα βοοειδή και τις αίγες, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη έως αρκετή ευαισθησία στη νόσο, ενώ άλλα ζώα, όπως λ.χ. τα πουλερικά είναι πάρα πολύ ανθεκτικά
αρχ.
στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. τετανός ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
ἡ, Α
βλ. τίτανος.
Russian (Dvoretsky)
τέτᾰνος: ὁ
1) натяжение, напряжение Arph.;
2) судорога, сведение Plat., Arst.