νεηκονής: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neikonis | |Transliteration C=neikonis | ||
|Beta Code=nehkonh/s | |Beta Code=nehkonh/s | ||
|Definition=ές, (> | |Definition=ές, (> [[ἀκόνη]]) = [[νεήκης]] ([[newly whetted]], [[newly sharpened]]), S. ''Aj.'' 820. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:49, 13 August 2022
English (LSJ)
ές, (> ἀκόνη) = νεήκης (newly whetted, newly sharpened), S. Aj. 820.
German (Pape)
[Seite 236] ές, neu geschärft, θηγάνῃ νεηκονής, vom Schwerte, Soph. Ai. 807.
Greek (Liddell-Scott)
νεηκονής: -ές, (ἀκόνη) = νεηκής, Σοφ. Αἴ. 820.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νεήκης.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.
Greek Monolingual
νεηκονής, -ές (Α)
νεήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκόνη. Το -η- του τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νεηκονής: -ές (ἀκόνη), = νεηκής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεηκονής: недавно отточенный (σφαγεύς Soph.).
Middle Liddell
νε-ηκονής, ές ἀκόνη = νεηκής, Soph.]