ἄτμητος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non coupé, non taillé;<br /><b>2</b> non dévasté.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non coupé, non taillé;<br /><b>2</b> non dévasté.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:01, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτμητος Medium diacritics: ἄτμητος Low diacritics: άτμητος Capitals: ΑΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: átmētos Transliteration B: atmētos Transliteration C: atmitos Beta Code: a)/tmhtos

English (LSJ)

ον,
A not carved, IG1.322; λίθοι Ph.2.253; uncut, ἔθειραι A.R.2.708; unwounded, S.Fr.124; not laid waste, unravaged, γῆ Th.1.82: and so metaph., ὑγίεια Gal.6.18; ἄμπελοι unpruned, Plu. Num.14; unreaped, Ph.2.390; λίβανος ἄτμητος = in lumps, PMag.Par.1.1991; ἀργυρεῖα ἄτμητα = silvermines as yet unopened, X.Vect.4.27; of animals, entire, Arist.HA632a9.
II indivisible, Pl.Phdr.277b, Arist.EE 1230a29, Ph.1.505, al., Iamb.Comm.Math.4. Adv. ἀτμήτως = without carving, without pruning, indivisibly, undividedly Hero*Geom. p.85 H.
III that cannot be cut, Arist.Mete.387a6, Metaph.1023a2.

German (Pape)

[Seite 387] nicht zu zerschneiden, untheilbar, μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Plat. Phaedr. 277 b; unbeschnitten, ἄμπελος Plut. Num. 14; κόμη Anth.; γῆ, nicht verwüstet, nicht verheert (s. τέμνω), Thuc. 1, 82; ἀργυρεῖα, Bergwerke, aus denen noch kein Silbererz gebrochen ist, Xen. Vect. 4, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non coupé, non taillé;
2 non dévasté.
Étymologie: , τέμνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no cortado κυματίο καὶ ἀστραγάλο ἄτμɛ̄τοι ɛ̄σαν τέτταρες πόδες IG 13.474.138 (V a.C.), σικύη ἄ. Hp.Int.51, ἔθειραι A.R.2.708
de la tierra intacta, no arrasada γῆ Th.1.82, fig. ὑγίεια Gal.6.18
de las minas aún no explotadas ἐν τοῖς κατατετμημένοις πλείων ἀργυρῖτις ἢ ἐν τοῖς ἀτμήτοις ἐστί X.Vect.4.27
de anim. no castrado op. ἐκτεμνόμενα Arist.HA 632a9
de campos no segado τι τοῦ κλήρου μέρος ἄτμητον Ph.2.390
no podado ἄτμητοι ἄμπελοι Plu.Num.14
de substancias sólidas entero, en bloque λιβανωτός Orib.11.λ.7, cf. PMag.4.1991
de piedras no tallado λίθος Ph.2.253.
2 no dividido εὐθεῖα Euc.6.10, Procl.Eucl.298.17.
II 1que no se puede cortar de los líquidos ὑγρὰ ἄτμητα Arist.Mete.387a6
que no se corta fácilmente subst. τὸ ἄ. Arist.Metaph.1023a2.
2 invulnerable s. cont., S.Fr.124.
3 indivisible μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Pl.Phdr.277b, ἄ. ὁ μὴ τετμημένος Arist.EE 1230a39
en lit. crist., de las relaciones del Logos con el padre ἄτμητον καὶ ἀχώριστον τοῦ πατρὸς ταύτην τὴν δύναμιν ὑπάρχειν Iust.Phil.Dial.128.3, de la naturaleza divina ἕνα θεὸν ... διὰ τὸ τῆς φύσεως ἄτμητον καὶ ἀδιαίρετον Gr.Nyss.Tres dei 46.14, de la unión del hombre con Dios ὁ ... Θεῷ ἐνωθεὶς ... ἀδιαίρετον ἔχειν καὶ ἄτμητον πρὸς αὐτὸν ὀφείλει συνάφειαν Isid.Pel.Ep.M.78.309C.
III adv. ἀτμήτως = de manera indivisible ἀ. ἡ μονὰς χωρίζεται de la Trinidad, Amph.Seleuc.211, cf. Gel.Cyz.HE 2.21.31.

Greek Monolingual

ἄτμητος, -ον (AM) τέμνω
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί
2. αδιαίρετος
αρχ.
1. (για περιοχή ή κτήματα) εκείνος που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με κόψιμο των δέντρων του από τους εχθρούς
2. (για ορυχείο, μεταλλείο κ.λπ.) που δεν έχει σκαφτεί
3. (για ζώο) μη ευνουχισμένος.

Greek Monotonic

ἄτμητος: -ον, I. αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για ορυχείο, αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.
II. αδιαίρετος, αναπόσπαστος, αδιαχώρητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτμητος:
1) несрезанный или неподрезанный (ἄμπελοι Plut.);
2) невскрытый (ἀργυρεῖα Xen.);
3) некастрированный (ζῷον Arst.);
4) неразоренный (γῆ Thuc.);
5) неделимый Arst.: μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Plat. делить, пока не доберешься до неделимого.

Middle Liddell


I. not cut up, unravaged, Thuc., Plut.: of mines, not yet opened, Xen.
II. undivided, indivisible, Plat.