ἀνεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;<br /><b>2</b> qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[εὔθυνος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;<br /><b>2</b> qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[]], [[εὔθυνος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:01, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύθῡνος Medium diacritics: ἀνεύθυνος Low diacritics: ανεύθυνος Capitals: ΑΝΕΥΘΥΝΟΣ
Transliteration A: aneúthynos Transliteration B: aneuthynos Transliteration C: aneythynos Beta Code: a)neu/qunos

English (LSJ)

ον, A not accountable, irresponsible, opp. ὑπεύθυνος, τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Hdt.3.80, cf. Arist. Pol.1271a5; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Th.3.43; free from liability or censure, POxy.906.8 (ii/iii A. D.), Lib.Or.59.100; not open to objection, of a statement, Alex.Aphr.in Top.425.5. 2 guiltless, innocent, Luc.Abd.22: c. gen., ἀ. ἁμαρτήματος Id.Nigr.9; irreproachable, ἀ. τὸ ἰσχίον, of athletes, Philostr.Gym.48. Adv. -νως Poll.3.139, Just.Nov.8.12 Intr.—In Att., ἀνυπεύθυνος was more common.

German (Pape)

[Seite 227] (εὐθύνη), 1) keiner Prüfung unterworfen, nicht rechenschaftspflichtig, unumschränkt, τῇ μουναρχίῃ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Her. 3, 80; dem ὑπεύθυνος entgegenstehend, Thuc. 3, 43; Luc. abd. 22. – 2) der nicht zur Untersuchung gezogen zu werden braucht, unschuldig, Arist. pol. 2, 9; ἁμαρτημάτων Luc. Nigr. 9, frei von Fehlern.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθῡνος: -ον, ὁ μὴ ὑπεύθυνος, μὴ ἔχων νὰ δώσῃ λόγον, ἀντίθ. τῷ ὑπεύθυνος: ― τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2,9, 26˙ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Θουκ. 3. 43. 2) ὁ μὴ ἔνοχος, ἀθῷος, καθ’ ὅσον ὁ τοιοῦτος δὲν ὑπόκειται εἰς δίκην, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 22˙ μετὰ γεν., ἀνεύθ. ἁμαρτήματος, μὴ ἔνοχος, Λουκ. Νιγρ. 9. ― Ἐπίρρ. -νως Πολυδ. Γ΄, 139. ― Παρ’ Ἀττ. τὸ ἀνυπεύθυνος ἦτο κοινότερον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;
2 qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..
Étymologie: , εὔθυνος.

Spanish (DGE)

-ον
I jur. de pers. que no rinde cuentas, no sujeto a responsabilidad βέλτιον αὐτοὺς μὴ ἀνευθύνους ὄντας Arist.Pol.1271a5, πᾶν ὅ τι ἂν ἐθελήσω ἀνεύθυνος εἰπεῖν D.C.43.15.2, cf. Plu.2.45e
fig. τῇ (μουναρχίῃ) ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται a la (tiranía) le está permitido hacer lo que quiere sin rendir cuentas Hdt.3.80, ἀ. ἀκρόασις escuchar (los discursos) sin incurrir (por ello) en responsabilidad Th.3.43.
II gener.
1 de pers. inocente c. gen. ἁμαρτημάτων Luc.Nigr.9.
2 de cosas irreprochable Luc.Abd.22, τὸ ἰσχίον de los atletas, Philostr.Gym.48
de abstr. no censurable de un argumento, Alex.Aphr.in Top.425.5, γάμος POxy.906.8 (II/III d.C.), ἀστρατεία Lib.Or.59.100.
III adv. -ως irreprochablemente Poll.3.139, Iust.Nou.8.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεύθυνος, -ον) ευθύνω
1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι
2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος
3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης
νεοελλ.) (ποιν.) το ανευθυνον
το ακαταλόγιστο
αρχ.
ο μη ένοχος, ο αθώος.

Greek Monotonic

ἀνεύθῡνος: -ον (εὔθυναι),
1. μη υπεύθυνος, αυτός που δεν έχει να λογοδοτήσει για κάτι, ανεύθυνος, αμέριμνος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αθώος, αυτός που δεν υπόκειται σε δίκη, σε Λουκ.· με γεν., αθώος από, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύθῡνος:
1) не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т. е. неограниченный (μουναρχίη Her.);
2) не несущий ответственности, невиновный Thuc.: ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. невиновный в чем-л.;
3) не сопряженный с ответственностью, т. е. необязательный (προστάγματα Luc.).

Middle Liddell

[εὔθυναι]
1. not having to render an account, irresponsible, Hdt., Thuc.
2. guiltless, because such a one is not liable to trial, Luc.; c. gen. guiltless of . ., Luc.

English (Woodhouse)

irresponsible, not responsible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)