διαδιδράσκω: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadidrasko | |Transliteration C=diadidrasko | ||
|Beta Code=diadidra/skw | |Beta Code=diadidra/skw | ||
|Definition=Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -δράντας <span class="bibl">Hdt.8.75</span>: pf. -δέδρᾱκα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>601</span>:—[[run away]], [[escape]], Hdt. l. c., <span class="bibl">Th.7.85</span>, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.101</span> (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες [[shirkers]], Ar. l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[escape from]], τινά <span class="bibl">Hdt.3.135</span>, etc.; <b class="b3">τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον</b>, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SA</span>1.10</span>,<span class="bibl">2.8</span>:—Pass., Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[fly in all directions]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>8.13</span>.</span> | |Definition=Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -δράντας <span class="bibl">Hdt.8.75</span>: pf. -δέδρᾱκα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>601</span>:—[[run away]], [[escape]], Hdt. l. c., <span class="bibl">Th.7.85</span>, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.101</span> (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες [[shirkers]], Ar. [[l.c.]] </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[escape from]], τινά <span class="bibl">Hdt.3.135</span>, etc.; <b class="b3">τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον</b>, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SA</span>1.10</span>,<span class="bibl">2.8</span>:—Pass., Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[fly in all directions]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>8.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 15 August 2022
English (LSJ)
Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part. A -δράντας Hdt.8.75: pf. -δέδρᾱκα Ar.Ach.601:—run away, escape, Hdt. l. c., Th.7.85, PPetr.2p.101 (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες shirkers, Ar. l.c. 2 c. acc., escape from, τινά Hdt.3.135, etc.; τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον, Aret. SA1.10,2.8:—Pass., Hsch. 3 fly in all directions, LXX 2 Ma.8.13.
German (Pape)
[Seite 576] (s. διδράσκω), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διαδιδράσκω: μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - ἐκφεύγω, φεύγω μακράν, δραπετεύω, Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., φεύγω τι, φεύγω μακράν τινος, ἐκφεύγω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
French (Bailly abrégé)
part. ao. διαδράς;
s’enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.
Étymologie: διά, διδράσκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. διαδιδρήσκω Hdt.3.135, Aret.SD 1.10.1
• Morfología: [aor. sigm. subj. διαδράσῃ Arist.HA 613b20; perf. part. διαδεδρᾱκότας Ar.Ach.601]
I en pres.
1 intr. huir δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες ὕστερον Th.7.85, (γυναῖκες) διαδιδράσκουσι γάρ Ar.Lys.719, cf. Hld.8.16.4, λήσεσθαι ... ἤλπιζον ... διαδιδράσκοντες I.BI 5.448, cf. 6.116, Plu.Luc.3, Ach.Tat.4.13.3, Hsch.δ 997, c. ac. de direcc. ἄλλοι διαδιδράσκουσιν ἑλιγμόν τινα τοῦ Νείλου Hld.8.16.6, c. giro prep. εἰς ἀνυπονοήτους οἰκίας Plb.15.30.3, πρὸς τὸν βασιλέα I.Vit.390, cf. BI 5.421, Luc.Herm.33
•c. prep. y gen. τῶν δ' ἀτάκτων ... διαδιδρασκόντων ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plu.Phoc.12, διαδιδράσκεις ἐκ τῶν χειρῶν Luc.Herm.59
•part. subst. fugitivo τοὺς διαδιδράσκοντας ... ἀπέσφαττον οἱ βάρβαροι I.BI 5.560, cf. 4.89, τὸ ... τῶν διαδιδρασκόντων πλῆθος I.BI 4.111
•neutr. τὸ διαδιδρᾶσκον la presa que huye Luc.Anach.29
•fig. refugiarse εἰς τὸ «τάχα δ' οὐδὲν ἔσται δυσχερέστερον» Plu.2.476c.
2 tr. huir de, eludir, escapar c. ac. de abstr. πόλεμον Ph.2.122, (τὰς κρίσεις) Ph.2.319, ὀργήν I.AI 18.144, cf. 19.108, δουλείαν I.AI 19.228, τὸ κάτοξυ τοῦ πάθεος Aret.l.c., λῃστρικὴν ... ἔφοδον Hld.5.22.6, τὴν δίκην IEphesos 1324.4 (VI d.C.), τὸν κίνδυνον Sch.A.Th.292c, διαδιδρήσκει πᾶν ἔργον ἡ τροφή el alimento escapa a toda elaboración, e.e., queda sin digerir por el estómago, Aret.SD 2.10.2
•medic. librarse de la enfermedad, sobrevivir τὴν ... πνίγα Aret.SA 2.1.5, abs., Aret.SD 1.14.5.
3 fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. escapar, pasar inadvertido τοὺς γὰρ τῶν λέξεων ἐχομένους ... διαδιδράσκει τὰ πράγματα los hechos escapan a los que se apegan a las palabras Clem.Al.Strom.2.1.3, ὡς ἂν μηδὲν αὐτὸν διαδιδράσκοι τῶν γινομένων Eus.HE 2.2.1.
4 tr. poner en fuga ἑαυτούς LXX 2Ma.8.13.
II en aor.
1 intr. escapar ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς Hdt.8.75, (Λυκοῦργος) διαδρὰς ἔλαθεν αὐτόν Plb.4.81.7, οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράς LXX Si.11.10, cf. Plu.2.834f, διαδρᾶναι μὴ οἷος D.C.Epit.9.21.7, cf. 8.20.13, 39.57.3, μή τις αὐτῶν (αἰχμαλώτων) διαδρᾷ PPetr.2.2e.4 (III a.C.), cf. BGU 1147.29, 1149.34 (ambos I a.C.), ἕως ἂν διαδράσῃ τῶν νεοττῶν ἕκαστος Arist.l.c., c. giro prep. διὰ τόπων ὑλωδῶν Plb.8.18.8, ἐκ τῆς οἰκίας Plu.2.835f, cf. D.C.39.12.3.
2 tr. escapar de c. ac. de pers., tb. v. med. ὅκως τε μὴ διαδρήσεταί σφεας ὁ Δημοκήδης Hdt.3.135
•c. ac. de abstr. (Εὐριπίδας) διαδρὰς τὸν ἐνεστῶτα καιρόν Plb.4.69.2, τὴν θείαν διαδρᾶναι δίκην Meth.Fr.6 in Iob 25.4
•c. suj. y ac. abstr. ὁ λόγος ... τῆς ἀχαριστίας δόξαν διαδράς Gr.Thaum.Pan.Or.3.42.
III en perf., intr. estar libre, a salvo ref. al servicio militar ὁρῶν πολιοὺς μὲν ἄνδρας ἐν ταῖς τάξεσιν, νεανίας δ' ... διαδεδρακότας Ar.Ach.601.
Greek Monolingual
διαδιδράσκω και ιων. τ. διαδιδρήσκω (Α)
1. εκφεύγω, δραπετεύω
2. φεύγω προς κάθε διεύθυνση.
Greek Monotonic
διαδιδράσκω: μέλ. -δράσομαι, Ιων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι, αόρ. βʹ -έδραν, παρακ. -δέδρᾱκα·
1. τρέπομαι σε φυγή, ξεφεύγω, δραπετεύω, σε Ηρόδ.· διαδεδρακότες, φυγόπονοι, σε Αριστοφ.
2. με αιτ., ξεφεύγω από, δραπετεύω από, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διαδιδράσκω: ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): δ. τινά Her. убегать от кого-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-διδράσκω praes. weglopen, proberen te ontsnappen:; ( γυναῖκες ) διαδιδράσκουσι (de vrouwen) proberen te ontsnappen Aristoph. Lys. 719; aor. ontsnappen:. ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς als jullie het niet laten gebeuren dat zij ontsnappen Hdt. 8.75.4.
Middle Liddell
fut. -δράσομαι ionic διαδιδρήσκω ionic -δρήσομαι aor2 -έδραν perf. -δέδρᾱκα
1. to run off, get away, escape, Hdt.; διαδεδρακότες shirkers, Ar.
2. c. acc. to run away from, escape from, Hdt.