καταπνίγω: Difference between revisions
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπνίγω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> сдавливать, сжимать (τὰς [[φύσας]] Arst.): ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. жить в помещениях со спертым воздухом;<br /><b class="num">2)</b> подавлять, задерживать, останавливать (τὴν αὔξησιν Plut.): οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. гаснущие угли; φωναὶ καταπεπνιγμέναι Arst. заглушенные звуки; καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι [[ὑγρά]] Arst. задерживаемая в теле влага. | |elrutext='''καταπνίγω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[сдавливать]], [[сжимать]] (τὰς [[φύσας]] Arst.): ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. жить в помещениях со спертым воздухом;<br /><b class="num">2)</b> подавлять, задерживать, останавливать (τὴν αὔξησιν Plut.): οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. гаснущие угли; φωναὶ καταπεπνιγμέναι Arst. заглушенные звуки; καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι [[ὑγρά]] Arst. задерживаемая в теле влага. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 19 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], A choke, smother, γόγγρον ἐν ἅλμῃ Sotad.Com.1.21; ὁ ὕπνος κ. τὸ θερμόν Arist.Fr.233; ταῦτα κ. τὰ δένδρα Thphr.CP2.18.3; τὴν αὔξησιν Plu.2.806c; πνεῦμα Nic.Al.286; λύγγας Arist. Pr.962a7:—Pass., to be choked up, of the secretions, ib.967a6; of a fire, opp. ἐγκρύπτω 2, Id.Juv.470a16; καταπεπνιγμένοι τόποι choked up, close, opp. εὐπνούστεροι, Id.Pr.869a35; φωναὶ καταπεπν. stifled utterances, Id.Aud.800a15, cf. Poll.4.114. 2 κ. τὰς φύσας close the bellows, Arist.Resp.474a15.
German (Pape)
[Seite 1371] (s. πνίγω), ersticken, erwürgen, Sp.; auch von Feuer u. Kohlen, Arist. de mort. 5; γόγγρον κατέπνιξ' ἐν ἅλμῃ τοῦτον εὐανθεστέρᾳ Sotad. bei Ath. VII, 293 d; – auch übertr., καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν τῆς ἀμπέλου Plut. reipubl. ger. praec. 12.
Greek (Liddell-Scott)
καταπνίγω: ῑ, καταβυθίζων καὶ συμπιέζων ἀφανίζω, γόγγρον ἐν ἅλμῃ Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 21· ὁ ὕπνος κ. τὸ θερμὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 224· πάντα ταῦτα βλάπτει τὰ δένδρα καταπνίγοντά τε καὶ ἐπισκιάζοντα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3· κ. καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν (τῆς ἀμπέλου), δὲν ἀφίνουσι ν᾿ αὐξηθῇ, Πλούτ. 2. 806C· πνεῦμα διὰ στραγγαλισμοῦ κ., φονεύει, Νικ. Ἀλεξιφ. 286.― Παθ., ἐμφράττομαι, ἐπὶ τῶν ἐκκρίσεων, Ἀριστ. Πρβλ. 38. 3, 3· (ἐπὶ τοῦ πυρὸς τῶν ἀνθράκων, σβέννυμι ἀποφράττων ἢ ἐμποδίζων τὸν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα), ὁ αὐτ. π. Νεώτ. 5, 5· καταπνιγόμενοι ἄνθρακες π. Θανάτ. 5· καταπεπνιγμένοι τόποι, ἀποκλεισμένοι, περιωρισμένοι, ἐναντίον τοῦ εὐπνούστεροι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 30, 2· φωναὶ καταπεπνιγμέναι, πνιγμέναι, ἀδύνατοι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀκουστ. 3· καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα Πολυδ. Δ΄, 114. 2) κ. τὰς φύσας, κλείω, φράττω τοὺς φυσητῆρας, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 7. 7, πρβλ. Προβλ. 33. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
étouffer ; arrêter, supprimer, acc..
Étymologie: κατά, πνίγω.
Greek Monolingual
(AM καταπνίγω)
πνίγω κάποιον εντελώς, τον αποπνίγω
νεοελλ.
1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση»
2. μέσ. καταπνίγομαι
είμαι αδύνατος, ασθενής («καταπνιγμένες φωνές»)
αρχ.
1. αφανίζω κάποιον ή κάτι καταβυθίζοντας ή συμπιέζοντάς το
2. συνεκδ. φονεύω
3. φράζω, κλείνω, αποκλείω ασφυκτικά
4. (για τη φωτιά) σβήνω λόγω ελλείψεως ατμοσφαιρικού αέρα
5. (για τις εκκρίσεις) παθαίνω έμφραξη
6. φρ. «καταπεπνιγμένοι τόποι» — περιορισμένοι, αποκλεισμένοι τόποι.
Russian (Dvoretsky)
καταπνίγω: (ῑ)
1) сдавливать, сжимать (τὰς φύσας Arst.): ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. жить в помещениях со спертым воздухом;
2) подавлять, задерживать, останавливать (τὴν αὔξησιν Plut.): οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. гаснущие угли; φωναὶ καταπεπνιγμέναι Arst. заглушенные звуки; καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι ὑγρά Arst. задерживаемая в теле влага.