συντεταμένως: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συντετᾰμένως:'''<br /><b class="num">1)</b> поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.). | |elrutext='''συντετᾰμένως:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поспешно]], [[быстро]] (ἥκειν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[усердно]], [[усиленно]] (ζητεῖν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντείνω]]<br />[[earnestly]], [[eagerly]], [[vigorously]], Ar., Plat. | |mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντείνω]]<br />[[earnestly]], [[eagerly]], [[vigorously]], Ar., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 19 August 2022
English (LSJ)
Adv., (συντείνω) A earnestly, eagerly, vigorously, Ar. Pl.325, Pl.Ap.23e, R.499a, Phlb.59a (in Pl. always with v.l. συντεταγμένως).
Greek (Liddell-Scott)
συντετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συντείνω, συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. συντεταγμένως).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effort.
Étymologie: de συντεταμένος part. pf. Pass. de συντείνω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με προθυμία και ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος του συντείνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συντετᾰμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία, με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συντετᾰμένως:
1) поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);
2) усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.).
Middle Liddell
[adverb from part. perf. pass. of συντείνω
earnestly, eagerly, vigorously, Ar., Plat.