ἀντίσπαστος: Difference between revisions
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
m (Text replacement - "<b class="b2">'([\w]+) ([\w]+)'<\/b>" to "'$1'") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντίσπαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> судорожный, пронизывающий ([[ἀδαγμός]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> хромающий, ковыляющий или пятящийся назад ([[ὄνος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[πούς]]) стих. антиспаст (стопа ∪ –́ –́ ∪). | |elrutext='''ἀντίσπαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[судорожный]], [[пронизывающий]] ([[ἀδαγμός]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> хромающий, ковыляющий или пятящийся назад ([[ὄνος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[πούς]]) стих. антиспаст (стопа ∪ –́ –́ ∪). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:50, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A drawn in the contrary direction, νεφέλαι πνεύμασιν ἀ. Orph.H.21.5. 2 spasmodic, convulsive, ὀστέων ἀδαγμὸς ἀ. S.Tr.770. II ἀντίσπαστος (sc. πούς), ὁ, in Prosody, antispast, a foot made up of an iambus and trochee, - -, Heph. 3, Aristid.Quint.1.22. 2 = ἀντίφθογγος, ἀντίσπαστα μέλη Phryn. Trag.11; ἀντίσπαστα ἐφυμνεῖ πηκτίδος συγχορδίᾳ S.Fr.412 (unless 'doubly', of an instrument with two registers). III ἀντίσπαστον· φιλήματος ὄνομα, Hsch. IV Subst. ἀντί-σπαστος, ὁ, tackle, pulley-rope, Ath.Mech.9.13,al.
German (Pape)
[Seite 260] 1) auf die entgegengesetzte Seite gezogen, widerstrebend, Sp. auch entgegenwirkend. – 2) krampfähnlich, krampfhaft, ὀδαγμός Soph. Tr. 767; Andere erkl. beißend, heftig. – 3) in der Metrik ein Versfuß, in dem 2 Arsen zusammenstoßen, ñ ñ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίσπαστος: -ον, (ἀντισπάω) ὁ ἑλκυσθείς, συρθεὶς εἰς τὸ ἀντίθετον μέρος, ἠέριοι νεφέλαι... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· ἐπὶ μηχανισμοῦ, Ἀθηνίων Μηχ. 5. 2) ὁ προξενῶν ἀντιθέτους σπασμούς, στρεβλωτικός, ἦλθε δ’ ὀστέων ἀδαγμὸς ἀντίσπαστος Σοφ. Τρ. 770. ΙΙ. ἀντίσπαστος (δηλ. πούς), ὁ, ἐν τῇ προσωδίᾳ, ποὺς ἀποτελούμενος ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου, υ- -υ, π. χ. Ἀλέξανδρος, οὕτως, ἀντίσπαστα μέλη Φρύν. Τραγ. Παρ’ Ἀθην. 635C· ἀντίσπαστα μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 361.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
convulsif.
Étymologie: ἀντισπάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1arrastrado en dirección contraria νεφέλαι ... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Orph.H.21.5.
2 espasmódico, convulsivo ὀστέων ὀδαγμὸς ἀ. S.Tr.770.
II 1métr. y mús. ἀντίσπαστος (sc. πούς) antispasto (˘¯¯˘) Heph.3.3, Aristid.Quint.44.30, Mar.Vict.p.47, Sacerd.6.499.15.
2 cantado a dos voces (de hombres y niños) ψαλμοῖσιν ἀντίσπαστ' ἀείδοντες μέλη Phryn.Trag.11
•del sonido de un instrumento musical, subst. acordes diferentes ἀντίσπαστά τε Λυδῆς ἐφυμνεῖ πηκτίδος συγχορδία S.Fr.412.
III subst. τὸ ἀ. una clase de beso, Hsch.
IV subst. ὁ ἀ. polea ἕλκων ἐξ ἀντισπάστου τὸν πλάγιον Ath.Mech.9.13.
Greek Monolingual
(Α ἀντίσπαστος, -ον)
μηχάνημα στο οποίο, με περιστροφή, μπορούν να τυλιχθούν καλώδια
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε προς την αντίθετη μεριά
2. εκείνος που προκαλεί σπασμούς
3. (για όργανο) αυτό που βγάζει δύο διαφορετικούς ήχους
4. μετρικός πους, ο οποίος αποτελείται από ίαμβο και τροχαίο: ∪ - - ∪
Greek Monotonic
ἀντίσπαστος: -ον, αυτός που έχει συρθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση· σπασμωδικός, στρεβλωτικός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίσπαστος:
1) судорожный, пронизывающий (ἀδαγμός Soph.);
2) хромающий, ковыляющий или пятящийся назад (ὄνος Anth.).
II ὁ (sc. πούς) стих. антиспаст (стопа ∪ –́ –́ ∪).
Middle Liddell
[from ἀντισπάω
drawn in the contrary direction: spasmodic, convulsive, Soph.