ἀρχιτεκτονικός: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
m (Text replacement - "(τέχνη)" to "(τέχνη)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρχιτεκτονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> зодческий ([[ἐπιστήμη]] Plat.; [[τέχνη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> руководящий, направляющий (τέλη Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Arst. = [[ἀρχιτέκτων]].
|elrutext='''ἀρχιτεκτονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> зодческий ([[ἐπιστήμη]] Plat.; [[τέχνη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[руководящий]], [[направляющий]] (τέλη Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Arst. = [[ἀρχιτέκτων]].
}}
}}

Revision as of 11:22, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχιτεκτονικός Medium diacritics: ἀρχιτεκτονικός Low diacritics: αρχιτεκτονικός Capitals: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: architektonikós Transliteration B: architektonikos Transliteration C: architektonikos Beta Code: a)rxitektoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for an ἀρχιτέκτων or his business and art, Pl.Plt.261c; of persons, fit to be a master-builder, skilled in his art, Arist.Pol.1282a3. II ἡ -κή (sc. τέχνη or ἐπιστήμη) architecture, Sosip.1.36. 2 master-art or science, which prescribes to all beneath it, as an ἀρχιτέκτων to his workmen, Arist.EN1094a14, Metaph.1013a14, al.; professional knowledge, Id.Po.1456b11.

German (Pape)

[Seite 366] zum Baumeister gehörig, ἡ ἀρ., die Baukunst; auch ὁ, der Baumeister. Übertr., der eine Kunst genau kennt, ein Werk derselben entwirft u. unter seiner Leitung ausführen läßt, Plat. Polit. 261 c; bes. Arist., z. B. Polit. 3, 7; ἡ ἀρ., von der Schauspielkunst, Arist. Poet. 19, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιτεκτονικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀρχιτέκτονος, ἢ δι’ ἀρχιτέκτονα, ἡ ἐργασία αὐτοῦ καὶ τέχνη, Πλάτ. Πολιτικ. 261C· ὁ περὶ τὴν ἀρχιτεκτονικήν ἀσχολούμενος, ὁ ἀρχιτέκτων, Ἰατρός δ’ ὅ τε δημιουργὸς και ὁ ἀρχιτεκτονικὸς Ἀριστ. Πολ. 3. 11,11. ΙΙ. ἡ -κή (ἐνν. τέχνηἐπιστήμη) Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 36. 2) ὡς φιλοσοφ. ὅρος· ἡ ἀρχικὴ καὶ κυριωτάτη τέχνηἐπιστήμη ἥτις ἐπιβάλλεται εἰς τὰς ὑπ’ αὐτὴν ὡς ὁ ἀρχιτέκτων εἰς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ἐργάτας, ἐν ἁπάσαις δὲ τὰ τῶν ἀρχιτεκτονικῶν τέλη πάντων ἐστὶν αἱρετώτερα τῶν ὑπ’ αὐτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 4 πρβλ. Μεταφ. 4. 1, 2, κ. ἀλλ. ἐπὶ τῆς δραματικῆς τέχνης, ὁ αυτ. Ποιητ. 19, 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I adj.
1 rector, director, supervisor διάνοια Arist.EE 1217a6.
2 de profesionales gran facultativo ἰατρός Arist.Pol.1282a3.
II subst.
1 τὸ ἀρχιτεκτονικόν lo propio del arquitecto o supervisor de obras, la arquitectura Pl.Plt.261c
ἡ ἀ. Sosip.1.36, Plin.HN 1index35.59, Quint.Inst.2.21.8, Mart.Cap.9.891, Eus.PE 1.9.13.
2 ἡ ἀρχιτεκτονική dominio profesional, especialidad τοῦ τὴν τοιαύτην ἔχοντος ἀρχιτεκτονικήν del que domina esa especialidad (de la elocución o retórica) Arist.Po.1456b11.
3 ἡ ἀρχιτεκτονική en un sent. muy abstr. supervisión de fabricación τῆς ποιητικῆς ἡ ἀ. la supervisión de la fabricación (de los objetos), Arist.Ph.194b2, διὸ ἡ χρωμένη (τέχνη) ἀρχιτεκτονική πως por lo tanto (la técnica) del uso (de los objetos) sería una forma de supervisión de su fabricación Arist.Ph.194b3 (ejemplificado c. el timonel que sabe y ordena cómo debe ser el timón según su forma; tb. se supone que el ἀρχιτέκτων o ‘carpintero de ribera’ sabe de qué madera debe ser y a qué procesos hay que someterlo).
4 ἡ ἀρχιτεκτονική en una jerarquía de ciencias o técnicas ciencia o técnica superior, supraciencia que integra a otras (por ej. la ἱππική abarca la «guarnicionería», pero a su vez está subordinada a la πολεμικὴ πράξις y ésta a la στρατηγική) Arist.EN 1094a14, cf. 1141b22, 25, Metaph.1013a14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀρχιτεκτονικός, -ή, -όν) αρχιτέκτων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιτέκτονα και στην τέχνη του
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. αρχιτεκτονική
3. η ευρυθμία και η τήρηση ορισμένων αναλογιών σε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο
αρχ.
1. ο αρχιτέκτων
2. (φιλοσ.) η αρχική και σπουδαιότερη τέχνη ή επιστήμη, η οποία επιβάλλεται σε όλες τις άλλες.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχιτεκτονικός:
1) зодческий (ἐπιστήμη Plat.; τέχνη Arst.);
2) руководящий, направляющий (τέλη Arst.).
II ὁ Arst. = ἀρχιτέκτων.