κατάλειψις: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάλειψις:''' εως (τᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> оставление (после себя потомству) (συγγραμμάτων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> оставление (у себя дома), т. е. сбережение (τῶν ἵππων Arst.). | |elrutext='''κατάλειψις:''' εως (τᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[оставление]] (после себя потомству) (συγγραμμάτων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[оставление]] (у себя дома), т. е. сбережение (τῶν ἵππων Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:45, 19 August 2022
English (LSJ)
εως (poet. κάλλειψις only in Hsch.), ἡ, A leaving behind, συγγραμμάτων Pl.Phdr.257e, cf. Arist.Fr.151; ἐκ Χρημάτων καταλείψεως by a legacy, CIG4369 (Sagalassus), cf. POxy.75.12 (ii A.D.), IGRom.4.671 (Prymnessus, ii A.D.), Vett.Val.177.22, al. II posterity, LXX Ge.45.7.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Überbleibsel, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειψις: -εως, ἡ, τὸ καταλείπειν ἢ ἀφίνειν ὀπίσω, κ. συγγραμμάτων Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146· ἐκ χρημάτων καταλείψεως, διὰ κληροδοτήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4369. ΙΙ.= κατάλειμμα, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ', 7)· ποιητ. κάλλειψιν Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser après soi;
2 reste, surplus.
Étymologie: καταλείπω.
Greek Monolingual
κατάλειψις και ποιητ. τ. κάλλειψις, ἡ (Α) καταλείπω
1. το να αφήσει κάποιος κάτι στους μεταγενέστερους
2. οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.
Greek Monotonic
κατάλειψις: -εως, ἡ (καταλείπω), εγκατάλειψη πράγματος από κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατάλειψις: εως (τᾰ) ἡ
1) оставление (после себя потомству) (συγγραμμάτων Plat.);
2) оставление (у себя дома), т. е. сбережение (τῶν ἵππων Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάλειψις -εως, ἡ [καταλείπω] achterlating.
Middle Liddell
κατάλειψις, εως καταλείπω
a leaving behind, Plat.