πολυποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυποίκῐλος:'''<br /><b class="num">1)</b> очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> многообразный ([[σοφία]] NT).
|elrutext='''πολυποίκῐλος:'''<br /><b class="num">1)</b> очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[многообразный]] ([[σοφία]] NT).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠποίκῐλος Medium diacritics: πολυποίκιλος Low diacritics: πολυποίκιλος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: polypoíkilos Transliteration B: polypoikilos Transliteration C: polypoikilos Beta Code: polupoi/kilos

English (LSJ)

ον, A much-variegated, φάρεα E.IT1149 (lyr.); στέφανος Eub.105 (anap.); διαχωρήματα Steph. in Hp.1.157 D. 2 manifold, σοφία τοῦ θεοῦ Ep.Eph.3.10; φαντασία τῶν οἰνωμένων Anon. Incred.17; τελετή Orph.H.6.11.

German (Pape)

[Seite 669] sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνθέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠποίκῐλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, φάρεα Εὐρ. Ι. Τ. 1150, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3. 2) ποικίλος, πολλαπλοῦς, τελετὴ Ὀρφ. Ὕμν. 5. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très varié.
Étymologie: πολύς, ποικίλος.

English (Strong)

from πολύς and ποικίλος; much variegated, i.e. multifarious: manifold.

English (Thayer)

πολυποικιλον (πολύς and ποικίλος);
1. much-variegated; marked with a great variety of colors: of cloth or a painting; φαρεα, Euripides, Iph. T. 1149; στέφανον πολυποικιλον ἀνθεων, Eubulus ap Athen. 15, p. 679d.
2. much varied, manifold: σοφία τοῦ Θεοῦ, manifesting itself in a great variety of forms, ὀργή, Sibylline Oracles 8,411; λόγος, the Orphica, hymn. 61,4, and by other writings with other nouns.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυποίκιλος, -ον ΝΜΑ
πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
(μσν-αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποικίλος (πρβλ. ανθηρο-ποίκιλος, χρυσο-ποίκιλος)].

Greek Monotonic

πολῠποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυποίκῐλος:
1) очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);
2) многообразный (σοφία NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig.

Middle Liddell

πολῠ-ποίκῐλος, ον,
much-variegated, Eur.

Chinese

原文音譯:polupo⋯kiloj 坡呂-拍企羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:許多-各樣的
字義溯源:很多種類的,雜色的,多方面的,繁多的,百般的;由(πολύς)*=多)與(ποικίλος)*=混雜的)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 百般的(1) 弗3:10