συγκαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> садиться рядом или вместе ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> сидеть на корточках Plut.
|elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> садиться рядом или вместе ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[заседать]] (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> сидеть на корточках Plut.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθέζομαι Medium diacritics: συγκαθέζομαι Low diacritics: συγκαθέζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkathézomai Transliteration B: synkathezomai Transliteration C: sygkathezomai Beta Code: sugkaqe/zomai

English (LSJ)

A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma). II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῖοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].

Greek Monotonic

συγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, κάθομαι μαζί με, συνεδριάζω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθέζομαι: (fut. συγκαθεδοῦμαι)
1) садиться рядом или вместе (ἐπειδὴ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);
2) заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);
3) сидеть на корточках Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e.

Middle Liddell

fut. -εδοῦμαι
to sit down together, Plat.