συγκολλάω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκολλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> склеивать (τι εἰς [[ταὐτό]] Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[собирать]], [[компилировать]] (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.). | |elrutext='''συγκολλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склеивать]] (τι εἰς [[ταὐτό]] Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[собирать]], [[компилировать]] (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[glue]] or [[cement]] [[together]], Ar., Plat. | |mdlsjtxt=<br />to [[glue]] or [[cement]] [[together]], Ar., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 19 August 2022
English (LSJ)
A glue or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, -setzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.
Greek Monotonic
συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of vastplakken, samenvoegen.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλάω:
1) склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2) собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).