ἀραγμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[шум]], [[скрипение]] (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[грохот]], [[стук]] (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.
|elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[бряцание]] (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[шум]], [[скрипение]] (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[грохот]], [[стук]] (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραγμός Medium diacritics: ἀραγμός Low diacritics: αραγμός Capitals: ΑΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: aragmós Transliteration B: aragmos Transliteration C: aragmos Beta Code: a)ragmo/s

English (LSJ)

ὁ, A clashing, clattering, rattling, A. Th.249; ἀ. πετρῶν crashing shower of stones, E.Ph.1143; στέρνων ἀ. beating of the breast in grief, S.OC1609; ἀ. χεροῖν Lyc.940.—Rare in Prose, Hellanic.167(c)J.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, das Zusammenschlagen, -rasseln, δεσμῶν ἱππικῶν Eur. Rhes. 569; vgl. Aesch. Spt. 231; στέρνων, das Schlagen der Brüste als Zeichen der Trauer, Soph. O. C. 1605; πετρῶν, Steinwurf, Eur. Phoen. 1143.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραγμός: ὁ, κτύποςκρότος ἐκ συγκρούσεως, πάταγος, τριγμός, ἀραγμὸς δ’ ἐν πύλαις ὀφέλλεται Αἰσχύλ. Θήβ. 249· ἐμαρνάμεσθα δ’ ἑκηβόλοις πετρῶν τ’ ἀραγμοῖς Εὐρ. Φοίν. 1145· οὐδ’ ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμούς, κτυπήματα τοῦ στήθους, Λατ. planctus, Σοφ. Ο. Κ. 1609.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
choc bruyant.
Étymologie: ἀράσσω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ἀ-]
1 chirrido, ruido producido por un roce o choque ἀ. δ' ἐν πύλαις ὀφέλλεται A.Th.249, πετρῶν E.Ph.1143, δεσμῶν ἀ. ἱππικῶν E.Rh.569, κοσσάβων E.Fr.631, τῆς θύρας ἀ. Plu.2.594e.
2 acción de golpearse στέρνων S.OC 1609
acción de entrechocar o batir χεροῖν Lyc.940.

Greek Monolingual

ἀραγμός, ο (Α) αράσσω
1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος
2. τριγμός, τράνταγμα.

Greek Monotonic

ἀραγμός: ὁ (ἀράσσω), χτύπος, πάταγος, θόρυβος που παράγεται από σύγκρουση αντικειμένων, τριγμός, τρίξιμο, σε Αισχύλ.· ἀραγμὸς πετρῶν, πάταγος που προέρχεται από κατολίσθηση βράχων, σε Ευρ.· στέρνων ἀραγμός, χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. planctus, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀραγμός:
1) бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);
2) шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);
3) грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.

Middle Liddell

ἀράσσω
a clashing, clattering, rattling, Aesch.; ἀρ. πετρῶν a crashing shower of stones, Eur.; στέρνων ἀρ. beating of the breast, Lat. planctus, Soph.

English (Woodhouse)

clash, noise, inarticulate sound, loud sound

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)