ἐξαριθμέω: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξᾰριθμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[исчислять]], [[пересчитывать]] (τὸν στρατόν Her.; [[ναῦς]] τε καὶ [[τἆλλα]] πάντα Plat.): τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν [[ἑβδομήκοντα]] Her. после подсчета их оказалось семьсот тысяч;<br /><b class="num">2)</b> перечислять (τὰς ἀρετάς Arst.; med.; τὰ [[ὑπὲρ]] τῶν προειρημένων Polyb.; τὰς ἡρωϊκὰς συμφοράς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отсчитывать (наличными), уплачивать (τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.). | |elrutext='''ἐξᾰριθμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[исчислять]], [[пересчитывать]] (τὸν στρατόν Her.; [[ναῦς]] τε καὶ [[τἆλλα]] πάντα Plat.): τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν [[ἑβδομήκοντα]] Her. после подсчета их оказалось семьсот тысяч;<br /><b class="num">2)</b> [[перечислять]] (τὰς ἀρετάς Arst.; med.; τὰ [[ὑπὲρ]] τῶν προειρημένων Polyb.; τὰς ἡρωϊκὰς συμφοράς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[отсчитывать]] (наличными), уплачивать (τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[count]] [[throughout]], [[number]], Lat. enumerare, Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> to [[count]] out, pay in [[ready]] [[money]], Lat. numeratim solvere, Dem. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[count]] [[throughout]], [[number]], Lat. enumerare, Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> to [[count]] out, pay in [[ready]] [[money]], Lat. numeratim solvere, Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:47, 19 August 2022
English (LSJ)
A enumerate, count, τὸν στρατόν Hdt.7.59,60, etc.; reckon up, πᾶν τὸ λυποῦν Phld.Ir.p.25 W.:—Pass., μυριάδες ἐξηριθμήθησαν Hdt.4.87. II count out, ἐξαριθμέω χρήματα pay in ready money, D.27.58. III recount, κινδύνους Isoc.4.66:—later in Med., τὰ κατὰ μέρος D.H.5.72, cf. D.C.44.48: pf. Pass. in med. sense, Plb.9.2.1:—Pass., Arist.Rh.1410b2.
German (Pape)
[Seite 872] aus-, herzählen, herrechnen; στρατόν, zählen, Her. 7, 59. 60. 81 u. sonst; τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν, wurden durch das Zählen herausgebracht, 4, 87; ναῦς Plat. Rep. VII, 522 d; κινδύνους Isocr. 4, 66; τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 27, 58, baar auszahlen am Wechslertisch, vgl. 52, 7; Sp., wie Pol. 1, 13, 6, auch im med.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰριθμέω: ἀριθμῶ ἀκριβῶς, ἀριθμῶ ὅλον τὸ ποσὸν μετ’ ἀκριβείας, Λατ. enumerare, τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 7. 59, 60, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πολ. 522D, Ἰσοκρ. 319C. - Παθ., τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν... ἑβδομήκοντα σὺν ἱππεῦσι, κτλ., Ἡρόδ. 4. 87. ΙΙ. ἐπὶ χρημάτων, καταβάλλω, πληρώνω τοῖς μετρητοῖς, Λατ. numeratim solvere, Θεογένης γὰρ ὁ Προβαλίσιος... ἐν τῇ ἀγορᾷ ταῦτα τὰ χρήματ’ ἐξηρίθμησε Δημ. 832. 4. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, τὸ μὲν ἐξαριθμεῖσθαι κατὰ μέρος ὑπὲρ τῶν προειρημένων πράξεων, οὐδὲν ἀναγκαῖον Πολύβ. 1. 13, 6· μετὰ μέσ. σημ., τὰς ἰδίας ἀρετὰς ἐξαριθμούμενοι Διον. Ἁλ. 5. 72· μετὰ πρκμ. παθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πολύβ. 9. 2, 1. - Παθ., αἱ δὲ ἀρχαὶ τῶν περιόδων... ἐξηρίθμηνται Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξηρίθμησα, ao. Pass. ἐξηριθμήθην;
faire le dénombrement de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
1 ref. a cantidades desconocidas contar uno por uno, hacer recuento, calcular c. ac. de grupos y masas ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν hacer recuento de la tropa Hdt.7.59, cf. Pl.R.522d, ταῦτα τὰ χρήματ' D.27.58, ἐξαριθμήσας γονὰς συός Lyc.1255, αὐτούς (τοῦ οὐρανοῦ τοὺς ἀστέρας) LXX Ge.15.5, πάντα τὸν ὄχλον I.AI 7.318, τὴν ἄμμον τῆς γῆς LXX Ge.13.16, τὰς θύρας Chor.Decl.9.118, ἐξαριθμήσαντας τοὺς χρόνους κατὰ ἀναφοράν calculando los tiempos a partir de la salida (de la luna), Vett.Val.247.18, en v. pas. τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν se contaron miríadas de ellos Hdt.4.87, πάντα τὰ διαβήματά μου ἐξαριθμήσεται LXX Ib.31.4, τοὺς παροίκους ἐξαριθμηθῆναι I.AI 7.335
•abs. hacer un recuento ἐξηρίθμησαν δὲ τὸνδε τὸν τρόπον Hdt.7.60
•en v. med. mismo sent. ἐξαριθμεῖται ... τὸ πλῆθος I.AI 6.78, prov. ὥσπερ ἂν εἴ τις ἐξαριθμεῖσθαι βούλοιτο τοὺς χόας τῆς θαλάττης como si se quisieran contar los cántaros de agua del mar (que es como querer un imposible), Aristid.Or.46.3, τὰ ἔτη Epiph.Const.Anc.111.2
•geom. y mat. contar, calcular en v. pas. ἐξαριθμηθεισῶν πασῶν τῶν ἐπιπέδων γωνιῶν Archim.Fr.1, en v. med. como término de la aritmética, Poll.4.162.
2 con valor perfectivo enumerar hasta el final, hacer la relación o recuento c. ac. de abstr. o pers. ἅπαντας ... τοὺς κινδύνους Isoc.4.66, (τὰ εἴδη τῶν ἀνθρώπων) Anaximen.Rh.1427b38, πᾶ[ν τὸ λυποῦν αὐ] τοὺς ἐξαριθ[μο] ῦμεν Phld.Ir.7.22, τὰς ... διαφοράς Gal.8.544, cf. Aristox.Harm.10.19, ref. a los tres nombres de la Trinidad, Didym.Eun.M.29.748A, en v. pas. αἱ δ' ἀρχαὶ τῶν περιόδων ... ἐν τοῖς Θεοδεκτείοις ἐξηρίθμηνται Arist.Rh.1410b3
•en v. med. mismo sent. ἐξαριθμεῖσθαι τὰ κατὰ μέρος ὑπὲρ τῶν προειρημένων πράξεων enumerar los detalles de los hechos mencionados Plb.1.13.6, cf. 9.2.1, οὐδὲ ... ἐξαριθμήσασθαι δυνατὸν τὰς ἑκάστων ἰδιότητας D.S.3.46, τὰς ἀλλήλων ἀρετάς D.H.5.72, cf. Th.26.1, τὰ ὄντα Plot.6.1.25, τὰς οἰκείας ... συμφοράς Olymp.Iob 65.16, φιλοσόφους ἄνδρας Synes.Dio 1 (p.236), ὡς γὰρ Ἐμπεδοκλῆς Φυσικοῖς ἐξαριθμεῖται Φυσώ τε Φθιμένη ... tal y como en su Física enumera Empédocles: Crecimiento, Consunción ... Corn.ND 17, cf. Hipparch.2.1.22, D.C.44.48.3
•c. compl. seguido de un rel., un part. o c. interr. indir. τὸ δὲ ἐξαριθμεῖν ἐφ' ὧν παθῶν εὐδόκιμός ἐστιν ὁ ἐλλέβορος Antyll. y Posidon. en Aët.3.122, ὅσα γένη σχηματισμῶν D.H.Dem.39.3, οὐ γὰρ ἄν τις ἐξαριθμήσαιτο ῥᾳδίως ἄνδρας τοσούτους ... πεπτωκότας Plu.2.505a, πάσας ... τὰς πόλεις ... αἳ ... Iul.Or.1.29c.
Greek Monotonic
ἐξᾰριθμέω: μέλ. -ήσω, αριθμώ όλο το ποσό με ακρίβεια, μετρώ, Λατ. enumerare, σε Ηρόδ., Αττ.
II. καταμετρώ, πληρώνω σε μετρητά, Λατ. numeratim solvere, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰριθμέω:
1) исчислять, пересчитывать (τὸν στρατόν Her.; ναῦς τε καὶ τἆλλα πάντα Plat.): τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν ἑβδομήκοντα Her. после подсчета их оказалось семьсот тысяч;
2) перечислять (τὰς ἀρετάς Arst.; med.; τὰ ὑπὲρ τῶν προειρημένων Polyb.; τὰς ἡρωϊκὰς συμφοράς Plut.);
3) отсчитывать (наличными), уплачивать (τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.).
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to count throughout, number, Lat. enumerare, Hdt., attic
II. to count out, pay in ready money, Lat. numeratim solvere, Dem.