εὐβοσία: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐβοσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> хорошие пастбища, тучные выгоны (πολλὴν εὐβοσίαν ἔχειν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[изобилие]] (τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> обильное питание (σώματος Arst.; ἐξ [[ἁλός]] Anth.). | |elrutext='''εὐβοσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хорошие пастбища]], [[тучные выгоны]] (πολλὴν εὐβοσίαν ἔχειν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[изобилие]] (τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> обильное питание (σώματος Arst.; ἐξ [[ἁλός]] Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A good pasture, ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐ. Arist.HA522b22, cf. 575b32; good culture, Thphr.HP1.11.4. 2 good living, Arist. GA726a6. 3 good condition, τοῦ σώματος ib.774b25. 4 abundance, plenty, ἐν εὐ. ὑπάρχειν Inscr.Prien.108.48 (ii B. C.); ἔθυον -βοσίαν γενέσθαι St.Byz. s.v. Ἀζανοί; ἵνα ὁ δῆμος ἐν εὐβοσίᾳ διαγένηται Supp.Epigr.1.366.49 (Samos, iii B.C.); ἐξ ἁλός AP11.199 (Leon.). II divinity worshipped in Asia Minor, Zeitschr.f. Numism.7.223 (coin of Hierapolis); Σεβαστὴ Εὐ., of a deified Empress, IGRom.4.654 (Acmonia): also spelt Εὐποσία (q.v.):—hence Εὐβοσιάρχης, ου, ὁ, official title (like Εὐθηνιάρχης), Papers of Amer. School 3 No.317; cf. Εὐποσιάρχης.
German (Pape)
[Seite 1058] ἡ, gute Weide, τῆς χώρας Arist. H. A. 3, 21; Fruchtbarkeit, Ergiebigkeit des Landes, Posidon. bei Ath. XII, 527 e; übh. gute, reichliche Nahrung, σώματος Arist. gen. an. 4, 6; ἐξ ἁλός Leon. Al. 2 (XI, 199).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβοσία: ἡ, καλὴ βοσκή, χώρα ἔχει πολλήν εὐβ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 3, πρβλ. 6. 22, 3. 2) εὐτροφία, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18. 59., 4. 6, 5· ἐξ ἁλός Ἀνθ. Π. 11. 199. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Δήμητρος, Συλλ.Ἑπιγρ. 3858, πρβλ. 3906β.
Greek Monolingual
εὐβοσία, ἡ (Α)
1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.)
2. αποδοτική καλλιέργεια
3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῦ σώματος», Αριστοτ.)
4. αφθονία
5. ως κύριο όν. Ευβοσία
θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοσία (< βόσις «τροφή»), πρβλ. χηνο-βοσία].
Russian (Dvoretsky)
εὐβοσία: ἡ
1) хорошие пастбища, тучные выгоны (πολλὴν εὐβοσίαν ἔχειν Arst.);
2) изобилие (τροφῆς Arst.);
3) обильное питание (σώματος Arst.; ἐξ ἁλός Anth.).