κερόεις: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κερόεις:''' όεσσα (стяж. [[κεροῦσσα]]), όεν<br /><b class="num">1)</b> [[рогатый]] ([[ἔλαφος]] Anacr.; [[ποίμνη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> роговой или выложенный рогом, оправленный в рог ([[λωτός]] Anth.). | |elrutext='''κερόεις:''' όεσσα (стяж. [[κεροῦσσα]]), όεν<br /><b class="num">1)</b> [[рогатый]] ([[ἔλαφος]] Anacr.; [[ποίμνη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[роговой или выложенный рогом]], [[оправленный в рог]] ([[λωτός]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:12, 19 August 2022
English (LSJ)
κερόεσσα (contr. κεροῦσσα) κερόεν, horned
German (Pape)
[Seite 1425] εσσα, εν, gehörnt; κερόεσσα ἔλαφος Anacr. bei Ath. IX, 396 b; zsgzgn κεροῦσσα, Soph. frg. 110. 510; ποίμνα Eur. El. 724, vgl. Phoen. 835; θεός, Pan, Antip. Sid. 48 (Plan. 305); – ὄχος, ein von Hornvieh gezogener Wagen, Callim. Dian. 113; – λωτός, die mit Horn besetzte Flöte, Thyill. 7 (VII, 223).
Greek (Liddell-Scott)
κερόεις: -όεσσα (συνῃρ. -οῦσσα), -όεν, κερασφόρος, Ἀνακρ. 49, Σοφ. Ἀποσπ. 110, 510, Εὐρ. Φοίν. 828, κτλ.· κερόεις ὄχος, ὄχημα συρόμενον ὑπὸ κερασφόρων κτηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 113. ΙΙ. ἐκ κέρατος πεποιημένος, ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 223.
French (Bailly abrégé)
όεσσα (p. contr. οῦσσα), όεν;
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.
English (Slater)
κερόεις
1 horned κεροέσσᾳ ἐλάφῳ (Wyttenbach: κεράσασα codd. Plutarchi: κεράστᾳ Galavotti) *fr. 107a. 4.*
Spanish
Greek Monolingual
κερόεις, -όεσσα, -όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) κέρας
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» — όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.)
2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο.
Greek Monotonic
κερόεις: -όεσσα (συνηρ. -οῦσσα), -όεν (κέρας),
I. κερασφόρος, σε Ευρ.
II. κατασκευασμένος από κέρατο, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κερόεις: όεσσα (стяж. κεροῦσσα), όεν
1) рогатый (ἔλαφος Anacr.; ποίμνη Eur.);
2) роговой или выложенный рогом, оправленный в рог (λωτός Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερόεις -εσσα -εν [κέρας] gehoornd.