μοχθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> [[страдать]], [[мучиться]] (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. [[ἐτώσια]] Theocr. напрасно мучиться;<br /><b class="num">2)</b> усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).
|elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> [[страдать]], [[мучиться]] (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. [[ἐτώσια]] Theocr. напрасно мучиться;<br /><b class="num">2)</b> [[усиленно трудиться]], [[напряженно работать]] (περὶ χρήμασι Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοχθίζω]], = [[μοχθέω]]<br />to [[suffer]], ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου [[suffering]] by its [[sting]], Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.
|mdlsjtxt=[[μοχθίζω]], = [[μοχθέω]]<br />to [[suffer]], ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου [[suffering]] by its [[sting]], Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.
}}
}}

Revision as of 16:25, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθίζω Medium diacritics: μοχθίζω Low diacritics: μοχθίζω Capitals: ΜΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: mochthízō Transliteration B: mochthizō Transliteration C: mochthizo Beta Code: moxqi/zw

English (LSJ)

A = μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα… ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.

German (Pape)

[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.

English (Autenrieth)

= μοχθέω, Il. 2.723†.

English (Slater)

μοχθίζω
   1 labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.

Greek Monolingual

μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.

Greek Monotonic

μοχθίζω: = μοχθέω, υποφέρω, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου, υποφέρει από τσίμπημα νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχθίζω δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

μοχθίζω: (только praes.)
1) страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. ἐτώσια Theocr. напрасно мучиться;
2) усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).

Middle Liddell

μοχθίζω, = μοχθέω
to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.