πολύτρητος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύτρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> просверленный во многих местах, со многими отверстиями (δόνακες, αὐλοί Anth.).
|elrutext='''πολύτρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[просверленный во многих местах]], [[со многими отверстиями]] (δόνακες, αὐλοί Anth.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρητος Medium diacritics: πολύτρητος Low diacritics: πολύτρητος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtrētos Transliteration B: polytrētos Transliteration C: polytritos Beta Code: polu/trhtos

English (LSJ)

poet. πολυ-πουλύ-, ον, A much-pierced, full of holes, porous, σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, λωτοί, δόνακες, AP9.266 (Antip.), 505.5; ἠθμός ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.Epigr.12; of the lungs, Aret.SD1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.

German (Pape)

[Seite 675] viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, διάτρητος, σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, αὐτόθι 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας αὐτόθι 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux trous.
Étymologie: πολύς, τιτραίνω.

English (Autenrieth)

pierced with many holes, porous. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτρητος, -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α
(για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)].

Greek Monotonic

πολύτρητος: -ον, αυτός που είναι διάτρητος, γεμάτος με τρύπες, τρυπητός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύτρητος:
1) губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);
2) просверленный во многих местах, со многими отверстиями (δόνακες, αὐλοί Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύτρητος -ον [πολύς, τιτραίνω] met veel gaten.

Middle Liddell

πολύ-τρητος, ον,
much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.