τακερός: Difference between revisions
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰκερός:''' [[τήκω]]<br /><b class="num">1)</b> тающий во рту, нежный ([[ἀκροκώλια]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[млеющий]], [[томный]] ([[Ἔρως]] Anacr.; [[πάθος]] ἐν τοῖς ὄμμασιν Luc.). | |elrutext='''τᾰκερός:''' [[τήκω]]<br /><b class="num">1)</b> [[тающий во рту]], [[нежный]] ([[ἀκροκώλια]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[млеющий]], [[томный]] ([[Ἔρως]] Anacr.; [[πάθος]] ἐν τοῖς ὄμμασιν Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:58, 19 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, (τᾰκῆναι, τήκω) A melting in the mouth, tender, ἀκροκώλια Ar.Fr.4, Hp.Mul.2.169; σχελίδες τακερώταται Pherecr.108.13; τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους Id.84, cf. Hp.Aff.56, Gal.6.498, al.; τακερὰ μηκάδων μέλη Antiph.1.4; τ. ποιεῖν τὰ κρέα Dionys.Com. 3.7; τ. πόδες as food for invalids, Herod.Med.in Rh.Mus.58.95,98, 100. 2 metaph., melting, languishing, Ἔρως Anacr.169; τακέρ' ὄμμασι δερκόμενος Ibyc.2; ὡς τακερὸν . . καὶ μαλακὸν τὸ βλέμμ' ἔχει Philetaer.5; τακεραῖς λεύσσουσα κόραις AP9.567 (Antip.); τακερὸν βλέπεις βλέμμα Alciphr.1.28; τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν πάθος ἀνυγραίνων Luc.Am.14. Adv. -ρῶς meltingly, of the nightingale's song, ἑλίττειν τὸ μέλος Ael.NA5.38. II Act., serving to dissolove, soft, ὕδατα ἕψειν ἄριστα καὶ -ώτατα Hp.Aër.7.
German (Pape)
[Seite 1063] 1) geschmolzen, weich; κύαμοι u. ἐρέβινθοι, Ar. u. Pherecr. bei Ath. IX, 366 e, der es = τρυφερός erkl.; u. so bes. übertr., schmelzend, schmachtend, zärtlich, bes. vom feuchten Schimmer sehnsüchtiger Augen, τακερὰ δέρκομαι, Ibyc. 2; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 120; so τακερὸν βλέπειν, Alciphr. 1, 28; τακεραῖς κόραις λεύσσειν, Thess. 32 (IX, 567), u. A.; τακερόν τι ἐν τοῖς ὄμμασι πάθος ἀνυγραίνων, Luc. amor. 14; adv., ib. 3. – Vom Gesange, Ael. H. A. 5, 38. – 2) akt. zum Schmelzen dienend, ὕδατα τακερώτατα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰκερός: -ά, -όν, (τᾰκῆναι, τήκω), ὁ τηκόμενος ἐν τῷ στόματι, ἁπαλός, τρυφερός, ἀκροκώλια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109 σχελίδες τακερώταται Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13· τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους ὁ αὐτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 2· τακερὰ μηκάδων μέλη Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4· τακερὰ ποιεῖν τὰ κρέα Διονύσ. ὁ Κωμῳδιοποιὸς ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 7. 2) μεταφ., Ἔρως Ἀνακρ. 166· ὡς τακερόν, ὦ Ζεῦ, καὶ μαλακὸν τὸ βλέμμ’ ἔχει Φιλέταιρος ἐν «Κορινθιαστῇ» 1· τακεραῖς κόραις λεύσσειν Ἀνθ. Π. 9. 567· τακερὸν βλέπειν Ἀλκίφρων 1. 28 τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν πάθος ἀνυγραίνων Λουκ. Ἔρωτ. 14· - ἐπὶ τοῦ ᾄσματος τῆς ἀηδόνος, ἐν τῷ ἐπιρρ., τακερῶς ἑλίττειν τὸ μέλος Αἰλ. π. Ζ. 5. 38. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπὶ ὑδάτων δι’ ὧν εὐκολώτατα βράζουσιν αἱ τροφαί, ὕδατα ἕψειν ἄριστα καὶ τακερώτατα (ἐκ διορθώσεως τοῦ Foës), Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 284.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. 1 fondant, mou, tendre en parl. d’aliments cuits;
2 humide, mouillé ; languissant en parl. de l’amour, des yeux ; τακερὸν δέρκεσθαι, βλέπειν avoir le regard humide (de tendresse, etc.);
II. qui fait fondre, dissolvant.
Étymologie: τήκω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τακερός, -ά, -όν, ΝΑ, και τακηρός Α
1. αυτός που λειώνει εύκολα
2. αυτός που βράζει εύκολα
3. (για νερό) αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει εύκολο το βράσιμο, ιδίως τών οσπρίων
αρχ.
1. μτφ. γεμάτος πάθος και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.)
2. (ιδίως για βλέμμα) περιπαθής, υγρός, τρυφερός («ὡς τακερὸν... καὶ μαλακὸν τὸ βλέμμ' ἔχει», Φιλέταιρ.).
επίρρ...
τακερῶς Α
(για το κελάηδημα του αηδονιού) τρυφερά, συναισθηματικά («ἑλίττειν τὸ μέλος τακερῶς», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τακ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. τήκω «λειώνω» (πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τάκ-ην) + κατάλ. -ερός (πρβλ. σφαλ-ερός, φαν-ερός). Ο τ. τακηρός είναι μτγν., κατά τα επίθ. σε -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].
Greek Monotonic
τᾰκερός: -ά, -όν (τήκω), αυτός που λιώνει στο στόμα, απαλός, τρυφερός, στους Κωμ. ποιητές· λέγεται για τα μάτια, που «λιώνουν» από νοσταλγία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰκερός: τήκω
1) тающий во рту, нежный (ἀκροκώλια Arph.);
2) млеющий, томный (Ἔρως Anacr.; πάθος ἐν τοῖς ὄμμασιν Luc.).
Middle Liddell
τᾰκερός, ή, όν τήκω
melting in the mouth, tender, Com.: of eyes, melting, languishing, Anth.
Frisk Etymology German
τακερός: τάκωνες
{takerós}
See also: s. τήκομαι.
Page 2,846