νοήμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νοήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ [[δίκαιος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в здравом уме Her.
|elrutext='''νοήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[разумный]], [[рассудительный]], [[мудрый]] (ν. καὶ [[δίκαιος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в здравом уме Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοήμων]], ονος, [[νοέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[thoughtful]], [[intelligent]], Od.<br /><b class="num">II.</b> in one's [[right]] [[mind]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[νοήμων]], ονος, [[νοέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[thoughtful]], [[intelligent]], Od.<br /><b class="num">II.</b> in one's [[right]] [[mind]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήμων Medium diacritics: νοήμων Low diacritics: νοήμων Capitals: ΝΟΗΜΩΝ
Transliteration A: noḗmōn Transliteration B: noēmōn Transliteration C: noimon Beta Code: noh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope). II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.

Greek (Liddell-Scott)

νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.

English (Autenrieth)

ονος: thoughtful, discreet. (Od.)

Greek Monolingual

ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) νόημα
1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται
2. ευφυής, έξυπνος
3. συνετός, μυαλωμένος
νεοελλ.
φρ. «το νοήμον κοινό»
ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος
2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

νοήμων: (νοέω), -ον, γεν. -ονος·
I. σκεπτικός, ευφυής, αυτός που διαθέτει νόηση, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που έχει σωστή κρίση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νοήμων: 2, gen. ονος
1) разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ δίκαιος Hom.);
2) находящийся в здравом уме Her.

Middle Liddell

νοήμων, ονος, νοέω
I. thoughtful, intelligent, Od.
II. in one's right mind, Hdt.