καταφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 , :")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταφορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уносить вниз]], [[нести по течению]] ([[ψῆγμα]] χρυσοῦ Her.);<br /><b class="num">2)</b> приносить, представлять: [[ἀμήχανον]] λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.
|elrutext='''καταφορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уносить вниз]], [[нести по течению]] ([[ψῆγμα]] χρυσοῦ Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[приносить]], [[представлять]]: [[ἀμήχανον]] λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφορέω Medium diacritics: καταφορέω Low diacritics: καταφορέω Capitals: ΚΑΤΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kataphoréō Transliteration B: kataphoreō Transliteration C: kataforeo Beta Code: katafore/w

English (LSJ)

A = καταφέρω, of a river, carry down, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Hdt.5.101, cf. 3.106 (Pass.): metaph., ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος… you have poured forth a wonderful stream of calculation of the difference... Pl.R. 587e; πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας he went on inveighing much against... Plu.2.548c.

Greek (Liddell-Scott)

καταφορέω: καταφέρω, ἐπὶ ποταμοῦ, καταβιβάζω, παρασύρω, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον ῥεῦμα (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ ἐναντίον, Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter en bas ou dans son cours en parl. d’un fleuve.
Étymologie: κατά, φορέω.

Greek Monotonic

καταφορέω: μέλ. -ήσω, θαμιστικό του καταφέρω,
1. λέγεται για ποτάμι, μεταφέρω χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.
2. κατεβάζω, παρασύρω, όπως το ποτάμι, τι τινός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταφορέω:
1) уносить вниз, нести по течению (ψῆγμα χρυσοῦ Her.);
2) приносить, представлять: ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφορέω [κατάφορος] naar beneden meevoeren (door rivieren); overdr.: ἀμήχανον... λογισμόν καταπεφόρηκας je hebt een overweldigende redenering uitgestort Plat. Resp. 587e.

Middle Liddell

fut. ήσω [Frequent. of καταφέρω
1. of a river, to carry down gold dust, Hdt.
2. to pour like a stream over, τί τινος Plat.